Αναρτήσεις

Τί ειν΄η σκηνή, δυό κουρελούδες όλες κι΄όλες...

Εικόνα
"Είναι δύσκολο νάσαι ερασιτέχνης. Δεν προσπορίζεσαι τίποτα από τον κόπο σου. Πρέπει να τ΄αγαπάς αυτό που κάνεις γιατί αυτό που θα σου δώσει στο δίνει στην ψυχή και καθόλου στην τσέπη. Και για τον καθένα απ΄όλους, για τον κάθε έναν ξεχωριστά στον θίασο, αυτό που το δίνει είναι μόνο δικό του γιατί έχει ο καθένας και μιάν άλλη ψυχή. Που η μιά ευχαριστιέται με το χειροκρότημα, η άλλη τρέφεται με τον ρόλο, η άλλη ζει για το χτυποκάρδι των πρώτων πέντε-δέκα λεπτών της παράστασης και μια άλλη το κάνει γιατί άμα δεν το κάνει, απλά, δεν ζει. Το σανίδι έχει σκουλήκι και το σκουλήκι κάποια στιμγή μπαίνει μέσα σου, εσύ δεν το καταλαβαίνεις, μα σε πιάνει κάτι σα πυρετός και θες να είσαι κει πάνω, να μπαίνεις σε πετσιά αλλωνών, να λες λόγια που δεν θα τάλεγες ποτέ από μόνος σου, να συναναστρέφεσαι φονιάδες, πόρνες, τρελλούς, ό,τι βάλει ο νούς σου. Και πεθαίνεις. Με κάθε ρόλο πεθαίνεις. Ο ηθοποιός είναι ο μόνος που ξέρει από τα πριν πώς είναι να παύεις να υπάρχεις. Τέλειωσε ο ρόλος;

ΦΟΡΟΙ, ΛΟΙΠΟΝ...

Εικόνα
Εξ' απ' ανέκαθεν πάντα και πάλαι ποτέ, που λέει και ένας φίλος, ΦΟΡΟΙ ... Κατ' αρχάς, λοιπόν, το κράτος  σε απογράφει, να ξέρει ποιός είσαι, πού μένεις, πού τέλος πάντων μπορεί να σε βρίσκει άμα έχει τις ανάγκες του, που απ' ό,τι φαίνεται, είναι πολλές..: Και μετά, το κράτος  αρχίζει να βάζει το χέρι στην πανταλόνα .  Την δικιά μας. " ΔΙΠΛΟΤΥΠΟΝ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ", για " διατροφήν ζώων" με " προσαύξησιν " και " τόκους υπερημερίας" . Έτος 1952. Αν τύχει και σ' αφήσει καμμιά θειά ένα τοσοδά χωραφάκι, τότε...     " ΔΙΠΛΟΤΥΠΟΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΝ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ". Έτος 1926. Και μήπως η αφαίμαξη σταμάταγε στη μέση του πολέμου; Αντιθέτως. Και η γλώσσα των δημοσίων εγγράφων πάντα επιτακτική, στα όρια του προσβλητικού, σα να σου γίνεται μεγάλη χάρη που σου κατενεμήθει φόρος... Έτος 1942. Πάμε και στα αγρέλια; Τρύγησες ελίτσες; Έβγαλες λαδάκι;   Ε, τότε σου χρειάζεται ένα "ΔΙΠΛΟΤΥΠΟΝ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΟΥ ΓΕΩ

Για 'κείνη τη ρημάδα την αξιοπρέπεια...

Βλέπω τις ειδήσεις πρωί πρωί με κείνα τα κτηνώδικα ζόμπι που μας ρούφηξαν το χαμόγελο να ελπίζουν πως η Ελλάδα θα αποτύχει και τελικώς οι βάρβαροι θα περάσουν (που δεν θα γίνει βέβαια, γιατί οι "εταίροι" μπορεί να είναι βάρβαροι στην ψυχή, αλλά βλάκες δεν είναι...) και σκέφτομαι, πόσα, μα πόσα χρόνια έχω να αισθανθώ περήφανος που κάποιος λέει αυτά που είχα μέσα στο μυαλό μου τα τελευταία 5 χρόνια... Και αυτοί οι κάποιοι μου μοιάζουν! Ντύνονται όπως εγώ, περπατάνε όπως εγώ πάνε στη δουλειά τους όπως εγώ, χειρονομούν όπως εγώ, τρώνε μεζεδάκια δίπλα μου χωρίς ένα πακέτο φουσκωτούς, και κυρίως, μιλάνε κατανοητά, χωρίς στόμφο, λένε κάτι που μπορώ να καταλάβω και να συζητήσω. Χόρτασα, σιχάθηκα πλέον μαύρα χρυσοπληρωμένα κουστούμια και γραββάτες επάνω σε ξέχειλες κοιλιές, "υπουργικά αυτοκίνητα" και κουστωδίες σφογγοκωλάριων, διορισμένων ανίκανων μακρανηψιών και γκόμενων, υφάκι του στυλ "κάνω κάτι πολύ σοβαρό που δεν μπορείς να καταλάβεις" , χόρτασα μεχρι που

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ

Εικόνα
"Μια φορά κι΄έναν καιρό ήταν μια γριά και γύρναγε μές τα χωράφια και στους δρόμους και όλο νόμιζες πως μιλάει, μα 'κείνη είχε μισανοικτό το στόμα σα να ανάσαινε και δεν έλεγε τίποτε. Άμα ήσουνα πάνω στο βουνό θα τύχαινε να την δεις να διαβαίνει και να κουνάει τα χέρια της σαν να σπέρνει κι΄άμα ήσουν κάτω στο χωριό θα την έβλεπες να κουνάει τα χέρια της σα να σκουπίζει τους δρόμους και τα μονοπάτια. Γ ρια την λέγαμε γιατί ήταν όλη γκρίζα, μα τα μαλλιά της ήταν τόσο γκρίζα όσο και 'κείνων των τουριστών πού 'ρχονται καλοκαίρι και χορταίνουν ήλιο και ρουφάει το κεφάλι τους φως και ξανθαίνουν τόσο που μοιάζουν σα γκρίζοι γέροι.     Και γκρίζα θάλαγες και τα ρούχα της, μα δεν μπορούσες να πεις αν ήταν γκρίζα από μαύρο που ξέβαψε ή γκρίζα από λευκό που λερώθηκε.  Δε την φοβόταν κανένας και ούτε τα παιδιά παραμέριζαν, μα ούτε την πειράζαν γιατί ανιώθαν τον αέρα που σάλευε στο πέρασμά της και περιμέναν να καταλαγιάσει για να συνεχίσουν το παιχνίδι. 

ΠΟΥ ΓΥΡΝΑΓΕΣ..;

Εικόνα
Βρήκα μια ρωγμή στον χρόνο και χώθηκα ΄κει μέσα. Κι΄ είπα μέσα μου:  "Τώρα θα δεις όσα έχασες περιμένοντας το μέλλον!" Κάπου απ΄το βάθος έφευγαν από μένα τρεις παληές συμμαθήτριες... ...και το σπίτι πού 'μενε ένας συμμαθητής της πρώτης δημοτικού ήταν αγνώριστο. Φώς που ποτέ δεν είχα προσέξει, είχε μείνει ακόμα εκεί, ανάμεσα σε φρεσκαρισμένα κεραμίδια... ..και το ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ της πρώτης Λυκείου δεν είχε καν βιτρίνα. Ένα κινηματογραφικό κίτρινο ανέμιζε στην απέναντι γωνία, σωσμένο απ΄το κίτρινο της κατεδάφισης... ...και μια λευκή σημαία σήμαινε την ανακωχή με τις γιορτές που μόλις πέρασαν. Δεν θυμάμαι... Υπήρχαν πεινασμένοι και τότε..;  Και τούτο το μεταλλικό κέντημα πρέπει νά 'ταν από πάντα εδώ, μα εγώ πέρναγα γεμάτος εγωισμό, πλήρης από άρνηση για το ταπεινό τώρα. Ώσπου απ΄τον τοίχο κατρακύλησε ένα αθέλητο πράσινο και πήγε κι΄ενώθηκε με ΄κείνο του πεζοδρομίου... Ύστερα οι άνθρωποι ονομάτισαν ξανά τα πράγμα