Αναρτήσεις

ΠΟΥ ΓΥΡΝΑΓΕΣ..;

Εικόνα
Βρήκα μια ρωγμή στον χρόνο και χώθηκα ΄κει μέσα. Κι΄ είπα μέσα μου:  "Τώρα θα δεις όσα έχασες περιμένοντας το μέλλον!" Κάπου απ΄το βάθος έφευγαν από μένα τρεις παληές συμμαθήτριες... ...και το σπίτι πού 'μενε ένας συμμαθητής της πρώτης δημοτικού ήταν αγνώριστο. Φώς που ποτέ δεν είχα προσέξει, είχε μείνει ακόμα εκεί, ανάμεσα σε φρεσκαρισμένα κεραμίδια... ..και το ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ της πρώτης Λυκείου δεν είχε καν βιτρίνα. Ένα κινηματογραφικό κίτρινο ανέμιζε στην απέναντι γωνία, σωσμένο απ΄το κίτρινο της κατεδάφισης... ...και μια λευκή σημαία σήμαινε την ανακωχή με τις γιορτές που μόλις πέρασαν. Δεν θυμάμαι... Υπήρχαν πεινασμένοι και τότε..;  Και τούτο το μεταλλικό κέντημα πρέπει νά 'ταν από πάντα εδώ, μα εγώ πέρναγα γεμάτος εγωισμό, πλήρης από άρνηση για το ταπεινό τώρα. Ώσπου απ΄τον τοίχο κατρακύλησε ένα αθέλητο πράσινο και πήγε κι΄ενώθηκε με ΄κείνο του πεζοδρομίου... Ύστερα οι άνθρωποι ονομάτισαν ξανά τα πράγμα

Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία.

Εκατέβηκε την σκάλα, να κλείσει την εξώθυρα με το μάνταλο. Στο ανέβασμα, σε κάθε σκαλί στήριζε το σώμα της με το δεξί χέρι στο δεξί γόνατο ενώ με το αριστερό στηριζόταν στην ξύλινη κουπαστή τής σκάλας και σκέφτηκε πως τα χρόνια είχαν πραγματικά περάσει, δεν ήταν η ιδέα της, πρέπει νάχε μεγαλώσει. Μόλις πέρυσι σα να ήταν που ανεβοκατέβαινε τούτη την ίδια σκάλα με σβελτάδα, σα να πέταγε, σαν κάθε σκαλί να την επέταγε προς τα επάνω, σα να γύρναγε απ΄το σχολείο και να ήτανε απόγεμα Παρασκευής… Έφτασε στο πλατύσκαλο. Απ΄την τζαμόπορτα, φαίνονταν η λάμψη των φώτων του δέντρου, που ερχόταν κι΄έφευγε, σαν μια μεγάλη πολύχρωμη φωτιά που έκαμε κόπο να μη σβήσει, σα τζάκι με λιγοστό αέρα. Άνοιξε και πέρασε στη σαλοτραπεζαρία. “Άντε, μάνα, καληνύχτα” είπε στην φωτογραφία τής μάνας της πάνω απ΄το μπουφέ, “κοιμήσου ‘συ, εγώ ‘χω να πάω κάπου”, συμπλήρωσε, χωρίς ν΄αφήσει να φανεί στη φωνή της πως ήξερε ότι η μάνα δεν την άκουγε. Μπήκε στην κουζίνα, άμα είχε νοτιά η πόρτα έτριζε λίγο περισσότερο,

Πού είναι τα Χριστούγεννα..;

Εικόνα
Κρυμμένα μέσα στο γκρίζο της πόλης, ίσως στέκονται για λίγο σ΄ένα κοινόχρηστο Χριστουγεννιάτικο δέντρο... ...μπορεί ν' ακολουθούν τα βήματα των παιδιών που λένε τα κάλαντα... ...ή να παρατηρούν έναν αδέξιο Αγιοβασίλη που εισβάλλει σε κάποιο ρετιρέ... ...ή πάλι, μπορεί να προσπαθούν να κυττάξουν έξω από κρύες σχολικές αίθουσες, να ομορφύνουν την ενήλικη ζωή μας... Όπως και νάχει, άμα θέλεις πολύ να βρεις τα Χριστούγεννα, φτάνει να κυττάξεις προσεκτικά και θα δεις να στέκουν τριγύρω σου δεκάδες  Χριστουγεννιάτικα δέντρα... ...στολισμένα με φανταχτερά πορτοκαλιά λαμπιόνια... ...ακόμη και με ανέλπιστες μαβιές κορδέλλες... ...ακόμη και με απαγορεύσεις για τα πρέπει και τα δεν πρέπει των ημερών. Άμα θες, μπορεί να διακρίνεις λίγη αγάπη γραμμένη με σπρέυ στον τοίχο... ...και να δεις ελπίδα ανάμεσα σε κάγκελα... ...να διακρίνεις την μοναξιά των ημερών... ...και την ξενοιασιά μιας ηλιόλουστης μέρας... Κι΄ όλα αυτά μαζί φτιάχνουν τα χ

ΤΟ ΜΑΝΤΑΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΙΠΛΑ ΜΑΝΤΡΑ...

Εικόνα
Πιό πολύ απ΄όλα φοβάμαι την απώλεια της μνήμης . Δεν μιλάω για την δική μου, την προσωπική μου μνήμη, που κάποια στιγμή θα βαρύνει έτσι κι΄ αλλιώς. Λέω για την Συλλογική Μνήμη , που είναι απαραίτητο συστατικό, έστω και κρυφό, του αύριο που έρχεται. Μαζεύω παληά χαρτιά, εφημερίδες του ’50, ξύλινες κουτάλες σπασμένες, τεράστια καρφιά και κομμάτια ξύλου από παληά σπίτια,  ...ξεχαρβαλωμένες κλειδαριές, ...ένα διαλυμένο σκαμνί από κάποιο γκρεμισμένο κατοικιό,    ...ένα μπουκαλάκι από άρωμα από ένα φαρμακείο που δεν υπάρχει πιά, μπουκάλια από ποτά που δεν υπάρχουν πιά. Και απλώς, προσπαθώ να βρω επάνω τους τα ίχνη των ανθρώπων, την φθορά από την καθημερινή χρήση, να εντοπίσω το πώς και το γιατί ενός ασυνήθιστου σχήματος,  μα πιό πολύ, προσπαθώ να αναπαραστήσω μέσα μου την εποχή, να την ανασυνθέσω ταιριάζοντας μικρές ιστορίες, αφηγήσεις, ακούσματα, αυτά τα ίδια τα αντικείμενα, σκόρπια διαβάσματα. "Ποιός ο λόγος ", θα πει κανείς. Δεν εξηγιέται ο λόγος.

Ο φίλος, στην βροχή φαίνεται...

Εικόνα
Κι΄είναι η βροχή μιά αφορμή να βγεις να μυρίσεις, να αγναντέψεις, να σκύψεις στις λεπτομέρειες που τρέχουν ολόγυρα απαρατήρητες. Είν’ ο καρπός δακρυσμένος βροχή... ...είναι τα μπουμπούκια τόσο γεμάτα ζωή που λες θα εκραγούν και θα σκορπίσουν δέντρα ολάκερα γύρω τους... ...είναι τόσο βαθύτερο το μωβ του λουλουδιού, που λες και ποτέ πριν δεν τόχεις ξαναδεί. Λες κάποτε θα δουν κι΄άλλοι όλα αυτά τα κρυφά και φανερά μαζί... ...λες θα σταθούν μιά στιγμή να δουν με την φαντασία τους τον μάστορα... ...να στήνει το κέντημα με την πέτρα και την υπομονή κομμάτι το κομμάτι; Λες να κουραστούμε λιγάκι και το ψιλόβροχο να δυναμώσει κι΄αυτό λιγάκι,  ...ν' αναγκαστούμε να σταλίσουμε ΄δω μέσα;  Λες να βαρύνει ο καιρός...  ...να φορτώσει σύννεφα η Καστέλλα... ...να μας έρθει στο νου κρασί μπρούσκο, με λουκάνικο και τυράκι Τηνιακό, να πρέπει να τρέξουμε σπίτι γρήγορα-γρήγορα να δούμε πίσω απ΄τα τζάμια το Ξώμποργο να βυθίζεται