Αναρτήσεις

ΜΠΟΥΓΑΔΑ...

Πρωί-πρωί Δευτέρα, μόλις τα παιδιά μαζεύτηκαν στο σχολείο των Κελλιών, μονοθέσιο με πάνω από εβδομήντα παιδιά απ΄ τα τέσσερα χωριά, η Φρατζέσκα με την Μαριέττα συναντήθηκαν εμπρός στο τσαγκαριό τού Αλμπέρτη και άρχισαν ν΄ανηφορίζουν προς το ξυνάρι με τo κοφίνι γεμάτο με ασπρόρουχα για πλύσιμο. Κάθε είκοσι με τριάντα μέρες που μαζεύονταν τα άσπρα, βάζανε και μια καλή μπουγάδα. Μεγάλη μπουγάδα κάνανε κι΄όταν ερχόταν άνοιξη κι΄έπρεπε να φυλάξουν τα πιό βαρειά χειμωνιάτικα στην ναφθαλίνη. Γιατί τα καθημερινά, τα σκούρα, αυτά που λερώνονταν στις δουλειές, τα έπλεναν με την πρώτη ευκαιρία στην κοντινότερη πλύστρα τού χωριού, όπου υπήρχε και πηγάδι. Μέχρι και σήμερα, σε πολλά σπίτια των Κελλιών μπορεί να βρει κανείς πηγάδι στο περιβόλι τους, σημάδι ότι το χωριό ανέκαθεν είχε πολλά νερά. Ακόμη και τώρα, μεσ΄το κατακαλόκαιρο, αν γυρίσεις να κυττάξεις προς την Αγία Υπακοή, μπορείς να δεις τις δράφες να μωβίζουν μεσ΄τα λαγκάδια, κι΄αν κάνεις τον κόπο ν΄ανέβεις ως τού Πολέμου τον Κάμπο, δεν θ

No life mister, no life...

Το παρακάτω κείμενο είναι από το podilates.gr και το αναρτώ γιατί μου το θύμισε το άρωμα του λεμονανθού, που έρχεται σιγά-σιγά και μπορεί και ομορφαίνει ακόμη και το τσιμέντο που μέσα τοου ζούμε. Το βλέμμα σπρωχνότανε κάτω, δεν πέρναγε πέρα από τις μύτες των παπουτσιών του και τα βαρειά του φρύδια δεν άφηναν να δω τα μάτια του, καταλάβαινα όμως την σκοτεινιά στην ψυχή του και πιό πολύ ένοιωθα την βαρειά του ανάσα, παρά που την άκουγα. Πώς βρέθηκα μέσα σε τούτο τον καφενέ, τον βγαλμένο από κάποιο βιβλίο του Καραγάτση, ούτε που κατάλαβα. Θυμήθηκα πως κάποτε είχα ταξιδέψει ως την Μυτιλήνη μόνο και μόνο για να πιώ καφέ σ’ έναν από κείνους τους παληούς καφενέδες που είχα δει στην τηλεόραση πως υπήρχαν ακόμη και τώρα, σ’ έναν ακόμη πιό παλιό απ’ όλους όσους είχα γνωρίσει, βρισκόμουν εδώ, στο Πέραμα. Έβαλα με το μυαλό μου πως θάπρεπε να θυμηθώ να ξανάρθω χειμώνα, νάναι αναμμένη και η μαντεμένια ξυλόσομπα, να βρέχει έξω και να κάτσω σε μια γωνιά να βλέπω διακριτικά τα γερόντια

Στο λιοτρίβι...

«Αντέλα! Έ, Αντέλα!», έσκυψε απ΄τα περπατιά κάτω η κυρα-Κατερίνα. «΄Εεε..», σήκωσε το κεφάλι της η Αντέλα. «Πού εν΄ η Λίζα μας ;» «Στου λουτρίδ΄μι τα πιδιά, παν΄να γυρίσουν το βόλτο...», είπε η μεγάλη αδελφή. Τί μεγάλη δηλαδή, δέκα η μία και εφτά η άλλη ήτανε... «Στου λουτρίδ;! ΄γιό πιδί, θα μ΄γυρίσ΄μεσ΄ τ΄μουτζούρα..!» Η κυρα-Κατερίνα έψαχνε τη Λίζα απ΄το πρωί. Το συνήθιζε το Λιζάκι. Έφευγε το πρωί και γύρναγε όποτε τέλειωνε το παιχνίδι. Σε αντίθεση με την Αντέλα, που όλο γύρω απ΄το σπίτι γύριζε. Τώρα, για παράδειγμα, έπαιζε με την Μαρία την Μπουρμπουνού και την Μαρίνα της Μαριόνκας στο παλιό σχολειό, εκεί που σήμερα είναι δίπατο σπίτι με πανύψηλη αροκάρια στον κήπο.  Χωρίζανε «σπ΄τάκια» και παίζανε. Κάθε λογής γυαλιστερό χαρτάκι ή κομμάτι από σπασμένη πορσελάνη, το μάζευαν με προσοχή και τόκαμαν για σερβίτσιο: «Έλα να σ΄κάμου καφέ, γειτόν΄σσα!», «Μιτά χαράς, γειτόν΄σσα, έλα κι΄από ΄κ΄πέρα να πιούμι τσάϊ!». Έλα μου όμως που ο μήνας έμπαινε Οκτώβριος και το ελαιοτριβείο είχε αρχίσει

ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΛΕΡΟ...

«Το πρωί μόλις ανοίξαμε τις τηλεοράσεις ακούσαμε ότι, οι Τούρκοι πήραν την Λέρο. Παγώσαμε, τρομάξαμε, μαζευτήκαμε...Θυμήθηκα άλλες εποχές που μας έπιανε ιερή μανία όταν κάποιος άγγιζε κάτι απ΄την πατρίδα και τώρα ούτε που τόλμαγες να πεις την λέξη. Δεν υπήρχαν πιά πατρίδες και σημαίες... Και τώρα; Σκέφτηκα...Τώρα ποιό νησί έχει σειρά, πού θα πάνε ν΄ακουμπήσουν τα βρωμόχερά τους οι καλοί γειτόνοι και κουμπάροι..; Είχαν βγεί στις τηλεοράσεις κι΄όλοι οι σφογγοκωλάριοι και πετάγαν τις ευθύνες στους άλλους, μα ποιός τους άκουγε...Μερικά κανάλια έβαλαν και τραγούδια του περασμένου πολέμου και στο ίντερνετ φωνάζαν όλοι πως τα έλεγαν καιρό και κανείς δεν τους άκουγε, τους είχαν στήσει στον τοίχο και τους έβριζαν πολεμοκάπηλους και ξενοφοβικούς. Την αλήθεια δεν την μάθαμε παρά μετά από πέντε μέρες. Οι Τούρκοι είχαν ησυχάσει για καμπόσο καιρό, μας είχαν κοιμίσει τού καλού καιρού, νομίσαμε πως δεν τους ένοιαζε πιά και μετά κάναν ένα μπραφ και πήραν το νησί. Στρατός γερός δεν υπήρχε να κάμει κ

Η Αλέκα κι΄ο Αλέκος...

"Άκου να δείς Αλέκα μου...  Δεν θ΄αλλάξεις ούτε το σφυροδρέπανο, ούτε την διαλεκτική σου, ούτε τα  πιστεύω σου, τουλάχιστον   όπως τα παρουσιάζεις στους ηλιθίους που σε παρακολουθούν/ακολουθούν,  ασχέτως τού πώς διάγεις τον  καθημερινό σου βίο.  Δεν θα πάρεις πίσω τίποτε από το παρελθόν του  κόμματος, δεν θα ζητήσεις συγγνώμη για κανένα  ατόπημα και δεν θα παραδεχτείς πως μπορεί και να  φταίει το κόμμα σε κάτι.  Εσύ, Αλέκο μου, θα συνεχίσεις να συσπειρώνεις αριστεροαπροσδιόριστους στο κομματάκι σου και θα  αναφέρεσαι για το υπόλοιπο του λαού που δεν συμφωνούν με τις θέσεις σου σαν "ρατσιστές,  ξενόφοβους, συντηρητικούς και οπισθοδρομικούς".  Θα είσαι εμφανώς με το μέρος των εκάστοτε ταραξιών και θα καταφεύγεις στον όρο "προβοκάτσια",  όποτε κάτι πάει να πέσει στις πλάτες σου και των ομοίων σου.  Επίσης, τρίτο και σημαντικώτερο, θα παραμείνετε κομμένοι στα δυό και ποτέ δεν θα σχηματίσετε μια  ενιαία αριστερά. Συμφωνείτε;"  ...........................

Ο Γιακουμής, ο γάταρος...

“Ραμπιλίτσα, ε, Ραμπιλίτσα! Ου Φρατζέσκους ίπισιν, μουρή, μεσ΄του χουράφ΄κι δεν μπουρεί να σ΄κουθεί, φουνάζ΄πως πουνεί η μέση τ΄ !” Η φωνή της τσατσα-Μαριόνκας πέρασε από το ανοικτό πάνω φύλλο της πόρτας, διέσχισε το σαλό και βγήκε απ΄το παράθυρο της κάμαρας στο πίσω αυλιδάκι όπου η τσατσα-Ραμπέλα άπλωνε δυό παληόπανα πούχε για την λάτρα του σπιτιού. Δεν καλοκατάλαβε τί έλεγε η φωνή, μα σαν κάτι να της φάνηκε για τον Φρατζέσκο και τη μέση του. Ανέβηκε γρήγορα-γρήγορα το σκαλοπατάκι και σκουπίζοντας τα χέρια της στην ποδιά της, πέρασε απ΄το σαλό να βγεί στα περπατιά και λίγο έλειψε να πέσει φαρδειά-πλατειά κάτω εξαιτίας του Γιακουμή , του γάταρου που είχε μαζευτεί στο σπίτι εδώ και τρείς μήνες και δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί. “Αααααα! Μουρδάρ΄ ! Δε νταγιαντώ πλιό, μεσ΄τα πόδια μ΄ ουλ΄ ντ΄ ν΄ώρα..!” και σκύβοντας κάτω φώναξε “Ε! Μαριόνκα, ήντα...” “Ου Φρατζέσκους μουρή, ίπισιν ικ΄πέρα μεσ΄ του χουράφ κι΄δεν μπουρεί. Να παρ΄ς του Ν΄κόλα ζ΄ Λίζας κι να πάς να τουν φερς, μουρή!” “Ίπισιν;

Και τώρα, οι δυό μας..!

«Και τώρα οι δυό μας..!»,  φάνηκαν τα δόντια μέσα απ΄το χαιρέκακο χαμόγελο και γυάλισαν τα μάτια του ΑΡΧΟΝΤΑ-ΓΑΜΠΡΟΥ της ΤΗΝΟΥ-ΝΥΦΗΣ, όταν έκλεισε πίσω τους η πόρτα των εκλογών και τα κουμπαράκια πήγαν στα σπίτια τους καλοφαγωμένα και τραταρισμένα με τις γλυκύτατες ψήφους τών άπαξ καλεσμένων στο αλισβερίσι. Η νύφη-Τήνος ενστικτωδώς μαζεύτηκε.  Είχε κακές εμπειρίες από παρελθόντες μνηστήρες και γαμπρούς, το σώμα της ήταν γεμάτο μελανιές, ράμματα, εκδορές, σημάδια μικρών αλλά, έκδηλων ακρωτηριασμών, ο πόνος είχε φύγει απ΄το σώμα, μα η ψυχή έτρεμε ακόμη από την γνώση τού με πόσους τρόπους είναι δυνατόν να ασελγήσει κανείς επάνω της... Ο άρχων του βίου της για τα όσα επόμενα χρόνια ήξερε πως το θύμα δεν μπορεί πλέον να ξεφύγει. Στρογγυλοκάθησε στην φαρδειά πολυθρόνα του και την κύτταξε με βλέμμα καλοφαγωμένου λύκου μέσα σε αμπαρωμένο μαντρί.  Δεν βιαζόταν, το πανηγύρι είχε μόλις αρχίσει και ήταν χορταστικότερο απ΄όλα τ΄άλλα, στα οποία κατά καιρούς είχε αναγκαστεί να παραβρεθεί μέχρι να α