Ο κυρ-Θύμιος ο μπακάλης...
Μια φορά κι΄έναν καιρό σ΄ένα χωριό είχε μαγαζί ένας μεγαλομπακάλης, ο κυρ-Θύμιος. Ό,τι χρειαζόνταν οι χωριάτες το προμηθεύονταν από τον κυρ-Θύμιο και όσο ο μπακάλης έφερνε πραμάτεια, τόσο οι χωριάτες δελεάζονταν και ψώνιζαν κι΄άλλα καλούδια. Χαίρονταν ο κόσμος, νάχει τέτοιο καλό στην πόρτα του και δεν άφηνε καμμία ευκαιρία για να φορτωθεί με όσο γινόταν περισσότερα καλούδια για να κρατάει ζωντανή την ευτυχία του... Σιγά-σιγά έφτασαν όλοι να χρωστούν στον κυρ-Θύμιο και μάλιστα, άρχισαν τα βερεσέδια.. Και τα βερεσέδια των περιττών πραγμάτων βάραιναν τα βερεσέδια των απαραίτητων πραγμάτων, μιάς και ο μπακάλης τάγραφε όλα μαζί σε μια λίστα και δεν ξεχώριζε χρήσιμα από άχρηστα, φαγώσιμα ή μπιχλιμπίδια. Με τον καιρό και αφού οι χωριάτες δεν άλλαζαν συμπεριφορά, αρκετοί απ΄αυτούς άρχισαν να δουλεύουν τον ελεύθερο χρόνο τους στο μπακάλικο του κυρ-Θύμιου για να ξοφλήσουν με δουλειά... ...τα μαζεμένα χρέη. Άλλοι του πήγαιναν για αντάλλαγμα τα πράγματα που έβγαζαν στα χωράφια τους, άλ