Δεν έχω κείμενο να γράψω.
Απλά, προσπαθώ να σώζω εικόνες από την μοναδική πατρίδα, την παιδική μας ηλικία.
Θυμάμαι, λοιπόν, αυτά τα τρίκυκλα να βρίσκονται παντού στο νησί, να γυρνάνε φορτωμένα γύρω-γύρω σαν τα μυρμήγκια, να κουβαλάνε από τούβλα, άμμο, τάβλες και τσιμέντα, μέχρι μπάλες άχερα, σακκιά με βαμβακόπιτα, καφάσια για την «πούληση», μπάζα και «ζώντα ζώα».
Τα έβρισκες ακόμη και μέσ’ τη μέση στο λιβάδι στον δρόμο για την Κολυμπήθρα.
Με τον χαρακτηριστικό ήχο της μηχανής, να ζορίζονται στην ανηφόρα από τη Μπύρα, να περνάνε κάτω από τις τρεις καμάρες (που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τις ρίξανε) να φτάνουν στου Μωυσή, μετά στον Άγιο Γιάννη και μετά ώσπου τα κατάφερνε ο οδηγός.
Οι πιό επιδέξιοι μπαίνανε με την όπισθεν, οδηγούσαν με τους καθρέφτες, οι άλλοι μπαίνανε με τη μούρη και γυρίζανε στον Άγιο Γιάννη.
Πραγματικά θηρία, υπηρέτησαν τα αφεντικά τους μέχρι και λίγα χρόνια πριν, πράγμα που μπορείτε να διαπιστώσετε και από το σηματάκι των τελών κυκλοφορίας σε μια από τιςφωτογραφίες, έφτασαν σε απίθανο αριθμό χιλιομέτρων που ούτε στα όνειρά του δεν θα είχε φανταστεί ο Ιάπωνας κατασκευαστής, τις περισσότερες φορές με υποτυπώδες σέρβις και μετά, όταν δεν υπήρχαν πλέον ανταλλακτικά, με ιδιοκατασκευές και ευρεσιτεχνίες, τόσο του ιδιοκτήτη, όσο και του μηχανικού κάτω στην Χώρα συνέχισαν γεμάτες μπαλώματα την ζωή τους.
Ψηλές, στενές, με καλή ορατότητα και μικρό κύκλο στροφής, οι «μηχανές», όπως λέγονταν τότε, ήταν η λύση για κάθε είδους μεταφορά.
Με τα στρογγυλά φανάρια και το τεράστιο κενό πάνω απ΄την μπροστινή ρόδα, έμοιαζαν με χαζά, ξεδοντιάρικα, πεινασμένα στοιχειά έτοιμα να καταβροχθίσουν άφθονα χιλιόμετρα και κιλά, που δεν τόχαν όμως και σε τίποτα να έρθουν τούμπα με την παραμικρή απροσεξία και το ψηλό κέντρο βάρους τους.
Αν είχα τη δυνατότητα και ένα χωράφι, θα αφιέρωνα λίγο χώρο σ’ όλα τα οχήματα σαν κι’ αυτό που δέθηκαν με τον μόχθο των ντόπιων.
Και θυμάμαι με λύπη πριν από μερικά χρόνια, όταν ανέβηκα στους Μύλους πάνω απ’ τα Κελλιά για να βγάλω φωτογραφία για πολλοστή φορά τα κτίσματα, πως είχα βρει το παμπάλαιο όχημα της Πυροσβεστικής που είχε πεταχτεί εκεί για να σαπίσει (θα ψάξω να βρω την φωτογραφία...).
Το ίδιο και στον παληό δρόμο για την Χώρα, που κάπου στις τελευταίες στροφές κρύβεται ένας παμπάλαιος εκσκαφέας.
Σίδερα και λαμαρίνες σίγουρα, αλλά, τα κουφάρια των παληών οχημάτων καταφέρνουν και κρατάνε κάτι από την αξιοπρέπεια των νεανικών τους χρόνων, κάτι από την προσπάθεια του σχεδιαστή που αγνοώντας την αεροδυναμική προσπαθούσε να ομορφύνει τις άχαρες λαμαρίνες, κάτι από την χαρά της οικογένειας όταν έμπαινε για πρώτη φορά στο καινούργιο αυτοκίνητο και το πρόσεχε σαν μέλος της οικογένειας.
Τότε, δεν υπήρχαν δόσεις, ούτε leasing για ανταλλαγή του παληού με νέο στα πέντε χρόνια, τότε τα δέκα και τα δεκαπέντε χρόνια, ήταν το φυσιολογικό διάστημα που παρέμενε το όχημα σε χρήση.
Ξέφυγα...
Κι’ όπως λέει και κάποιος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, «Όταν τελικά επιστρέφεις στο πατρικό σου, διαπιστώνεις ότι δεν ήταν το σπίτι που είχες νοσταλγήσει, αλλά τα παιδικά σου χρόνια».
Τί ακριβώς χαλάει όσο περνάει ο καιρός;
Πού πάει και κρύβεται εκείνο το παιδί;
Πώς ντυνόμαστε αλλεπάλληλα στρώματα εαυτού, μέχρι που βαραίνουμε μέχρις αναισθησίας;
Νομίζω πως από κάποια μικρή χαραμάδα, μέσα από μια μικρή ρωγμή στο πέτρινο εγώ που χτίζεται ολόγυρά μας με τα χρόνια, το παιδάκι που είναι κλεισμένο εκεί μέσα καταφέρνει και ρίχνει μια κλεφτή ματιά σε κάτι που στον υπόλοιπο εαυτό δεν βγάζει νόημα και τότε...
...μια παρατημένη «μηχανή» MAZDA φορτώνεται από μόνη της δεμάτια καλοκαίρι, λόφους μπάζα και άμμο για σκάψιμο με κίτρινες πλαστικές μπουλντόζες, μας πάει στο Βρυσί το Δεκαπενταύγουστο και μιλάει μαζί μας μια ξεχασμένη γλώσσα.
Αλλά, όπως είπε ο Τομ Ρόμπινς, «Ποτέ δεν είναι αργά για να έχεις μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία», οπότε και δεν επιθυμώ να αφεθώ να μελαγχολήσω άνευ λόγου.
Είναι κανείς για στρατιωτάκια;
(αφιερωμένο στον κουμπάρο μου που γιόρταζε προχτές)