Κυριακή 15 Μαΐου 2011


Χειρόγραφο παληό, φθαρμένο,
από το Μέγα Κάστρο μαζεμένο

a.d. 1543



TO TΡΑΠΕΖΙ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

Για ένα τραπέζι στην ταβέρνα
εχτές το βράδυ στήθηκε καυγάς.
Σε ποιόν ανήκε τέλος πάντων
το τραπέζι στην γωνιά σιμά στο παραθύρι…

Ο ένας είπε ‘πρώτος τόδα’
ο άλλος ‘ πρώτος ήρθα’
ο τρίτος ‘ πρώτος ήμουν.’
Ακούνητο εκείνο τους εκύτταε
-κυττάνε τα τραπέζια..;-
λερό τραπεζομάντηλο ντυμένο
π’ απάνω χέρι θυμωμένο
ο εκάστοτε ομιλητής εκτύπαε.


Χορόν αστείο τα ποτήρια, τα μαχαίρια, τα λοιπά
των παγεμένων τώρα δα εστιασθέντων
είχαν αρχίσει με ρυθμό
των διεκδικούντων το θυμό.
Κουδούναγαν σαν φόντο στις φωνές,
που, ποιόνα λόγον είχαν, λές..;
Τίνος θα ήταν τελικά το τραπεζάκι στην γωνιά…

Για ένα τραπέζι λέω, στην ταβέρνα
οπου στήθηκε καυγάς...

Βάλε κρασί κόκκινο, κέρνα,
να σου τελειώσω, να σου πω.
Θα τόχεις δει το καπηλειό
στον πάνω δρόμο της πέρα γειτονιάς.

Κάθεται ο ένας σαν πασάς
και παραγγέλνει μές την μέση του καβγά,
του ταβερνιάρη αγριεύει ό άλλος
και παρακεί γελάει ο πονηρός ειρωνικά,
που περιμένει τον δραγάτη
με το καμτσίκι του πελάτη και πελάτη
εξω να πετάξει , αφού στα δύο τους χωρίσει.
κι’ αυτός, λύκο θαρρώντας εαυτό του,
χαρά η αναμπουμπούλα , για καλό του,
να στρογγυλοκαθίσει.


Όπως καθόμαστε καλή ώρα εδώ πέρα
κι’ ο λύχναρος σπιθάκια μας πετά,
λάδι – νερό δεν κανει στο λυχνάρι,
ξερνάει και το φυτίλι το χαλνά-
έτσι λογάκια οι τριγύρω εσπιθήσαν
στην παύση μέσα του καβγά
και πριν προφτάσουν έτσι το κεφάλι τους να κάνουν
και ντροπιασμένοι τους τριγύρω τους να ιδούν
στρεφουν στον τρίτο
και με λόγια στον καβγά τους τον τραβούν.

Ο ένας με δυό πιο σκληρά
τα λόγια πρέπει νάχει,
για ό,τι κι΄αν τού λάχει
σαν το μαχαίρι ν΄ακονά..

Σα τώρα δα
πώς σου μιλώ και ‘σύ μ’ακούεις
και αντιρρήσεις σ’ ό,τι λέω
η περιέργεια δεν σ’ αφήνει ν’ αντικρούεις,
ετσι σαν όπλο την κουβέντα πρεπει να λογάς
και σαν σου τύχεται καβγάς
΄κει που πονά ο άλλος να πετάς.

Πέταξε ‘κείνος δυό κουβέντες
στους μόλις σύμμαχους φτιαγμένους:
«Σπίτι σου’ ειπε στον μικρό ‘να πάς’
κλίνη με νιά γυναίκα
με σκέρτσα και τερτίπια μόνο
δεν κρατάς».

«Τράβα στον γυιό σου,’ λέει στον άλλον
στο παραδίπλα καπηλειό,
κύρηγμα για τον οίνο να του κάνεις
και σαν αντίρρηση σου φέρει
τον σκούφο σου τον βγάνεις
και τ’ αλατιού τον κάνεις στο λεπτό.»

Μα ως πόσην ώρα σου μιλώ
στην αγορά θα πρόφταινα να πάω
να βρώ ένα άλλο καπηλειό
και το κρασί μου ήσυχα να πιώ.

Έτσι εγροίκησαν οι άλλοι στην ταβέρνα
κι’ απ’ το γλυκό το βαρελίσιο και το χύμα
προτίμησαν να φύγουν
μαζί κι’ από την αφορμή
μιάς και κοντά της πάει, κατά πως λένε,
και το κρίμα.

Σταμάτησες κρασί στην κούπα μου να χύνεις...
Δώσε, τι φεύγω στο λεπτό
και μ’ απορία κι’ αγωνία θε να μείνεις.

Πιάνει ο ένας μια μπουκάλα.
Ο άλλος βγάνει από το τζάκι την μασιά.
Μα ο φαρμακόγλωσσος
κάμα στα μούτρα τους τραβά.
Κανείς τους τώρα δε νογάει
μεζέ να δώσει στα σκυλιά
τα ιδικά του σωθικά.

Κι’ όλ’ αυτά;
Για το τραπέζι στην γωνιά…

Δεν είναι δα να κάτσεις σιμά στο παραθύρι
ιδιαίτερη ευτυχία…
Κρύο θα βάζει και βροχή
και το αγιάζι θα σκεπάζει του κρασιού την ευωδία.

Μα ποιος θυμόταν τώρα πιά
πώς ξεκινήσαν όλ’ αυτά…
Και όπως σούλεγα προτού,
αδεια τραπέζια να διαλέξεις
αφήκαν σα σκληρύνανε οι λέξεις
θαμώνες που τραβήξανε γι’ αλλού.

Μάτια ποιος είχε για να δει
πως δεν υπήρχε πλέον αφορμή…

Σε μάκρος πήγε και δεν κάνει,
εξ’ άλλου το κρασί δεν φτάνει.
Τέλος να δίνουμε ώρα είναι
και δίδαγμα να βγάλουμε απ’ αυτά.
Το τι κατάλαβες θα πεις,
θα πώ κι’ εγώ
και στο τραπέζι τούτο ‘ δω
αύριο κουτσοπίνουμε ξανά.

Στους ίδιους κρίκους και στο ίδιο το κελί,
για να φιλιώσουν ή να φαγωθούν μεσ’ το σκοτάδι
στου υπογείου την ησυχία την υγρή
πετάξανε,
παραδομένους στου «γιατί» το χάδι΄
που ξεθυμαίνει την οργή,
και ράκος τους ανθρώπους κάνει
σαν μια βλακεία έχει τους λερώσει την ψυχή.

Άμα θα βγουν σου λεώ τι γενήκαν,
αμα φιλιώσαν ή άμα φαγωθήκαν.
Μα ΄κείνο πού’ νιωσα
και θέλω να σου πώ
με λίγα λόγια
είν΄αυτό:

Του ταβερνιάρη το τραπέζι ήταν μόνο
και ‘ γω σου λέω πως με τον χρόνο
οταν αλλάξει αφεντικό το καπηλειό
ούτε και ‘ κείνου πλέον θα ανήκει.
Τα πράματά του, τα εργαλεία , τα λεφτά
χέρια θ’ αλλάξουνε κι’ αυτά.
και το τραπέζι,
οχι στα σκουπίδια,
-το ξύλο ζέστη μέσα κρύβει
κι’ ας είναι και φθαρμένο-
μα στου τζακιού τα’ αποκαϊδια
σε φλόγες θα’βρεις τυλιγμενο.
Και τότε, σαν το κούτσουρο
στο τζάκι του μαγέρικου θα δεις
γελώντας, σε καλό σου,
στους νοματαίους που τριγύρω θα κυττάνε
μες΄από γέλιου μεθυσμένου δάκρυα θα πεις…
Για τούτο ΄δω στην φυλακή κλειστήκαν τρεις...


Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Αφήγηση Νικολάου Ζαρμπάνη (μέρος 1ο)


Το παρακάτω κείμενο, όπως και οι συνέχειές του, προέρχεται από απομαγνητοφώνηση συνομιλίας με τον κύριο Νίκο Ζαρμπάνη, κάτοικο Κελλίων (Καλλονής) Τήνου. Είναι μέρος μιας ελάχιστης προσπάθειας να διασωθεί ό,τι είναι δυνατόν, τόσο από την ιστορία του τόπου, όσο και από το γλωσσικό ιδίωμα τής περιοχής, που θεωρώ σημαντικότερο απ΄οποιοδήποτε λεξικό. Θεωρώ ότι, η γλώσσα των Κάτω Μερών είναι πολύμορφη, πλούσια και ποιητική στην εκφορά της. Δυστυχώς, ο γραπτός λόγος δεν είναι σε θέση να αποδώσει την ροή της ομιλίας.
Να σ'πω τα μέρ΄που λεγόντι διαφορετ΄κά, γιά να σ΄πω το Πάσχα, που περνούσαμε με κρ΄θαρένια αλεύρια, αλωνεύγαμε, γυρνούσαμι τους μύλους ν΄αλέσουμε το κριθάρ΄για νάρθει η Παρασκιβγή να ζ΄μώσ΄η μάνα μας...
Τριγυρίζαμε απ΄τον ένα μύλο στον άλλο.
Είχε μύλο εδώ σ' Μύλ΄, είχιν πολλοί μύλ΄.
Ήταν τ΄ σχωρεμέν τ΄ Καραμελά, ο άλλος τ΄ σχωρεμέν τ΄ Μπινιντέ κι΄ ο άλλος τ΄ σχωρεμέν΄ τ΄ Μπάρμπα Ζαχαριά τ΄ Μάρκα..
Τ΄καραμελά κι΄απάνω σ΄ν Ασσούντα πόνε.
Ο άλλος ήταν τ΄ Μπαλαρή, άλλος ήταν πιό κάτω στ΄Ατζέμ΄, ο Μάρκος τ΄ Ατζέμ΄.
Ο άλλος ήταν ΄πέναντι στ΄ Πόντε, άλλος ήταν στ΄ Χουρλάκ΄, έν΄ που πάμε στ΄ν Κολυμπήθρα απ το πάνω μέρος που έν΄ ένας μύλος.
΄Υστερα ηταν νερόμυλος στ΄ν Περάστρα , ναι αμέ, έλεθε, όταν τον χειμώνα τέτοια εποχή είχε νερά είχειν δύο στ΄ν Περάστρα.
Ήταν, ποιός ήταν.... ήταν... ο Μπελώνης ο σ΄χωρεμένος κι΄ήταν κι ο Μπαλαής.
Τα τώρα πεθάναν, πεθάναν κι χαλαστήκαν ούλα...

Αυτοί που ήταν στον νερόμ΄λο ερχόνταν στα χωριά με τα γαιδουράκια κι φέρναν τ΄αλεσμένα και πέρναν το κριθάρ΄ για να τ΄αλέσουν στ΄ν Περάστρα κι΄από κει το πέρναμε και κρατούσαν αμέλια, δε θ΄μάμαι πόσο κρατούσαν..,δε θ΄μάμαι πόσο κρατούσαν, δυό κιλά, τρία κιλά, ήταν με σ΄ οκάδες τότε, ήταν γιά δγυό, γιά τρεις οκάδες.

Ύστερα ήταν η φάμπρικα.
Εδώ δίπλα στ΄ Μωυσή, που ΄ταν τ΄ σχωρεμέν΄ τ΄ μπάρμπα Γιαννουλάκ τ΄ Μάρκαρου, ήταν η φάμπρικα.
Ήταν ένα μεγάλο δοχείο κ΄ ίτριχιν το νερό μέσα και πήγινην μεσ΄τα μ΄χανήματα.
Κι΄δω αλεύρια πάλι κάνανε. Κοψό, για την πανούκλα τι κοψό κάν΄ ο καρπός, κάν΄ κοψό.
΄Εν΄ ενα κόκκινο κι σι τρώει όλο το σώμα σ΄.
Έιναι ένα μικρόβιο κόκκινο-κόκκινο, ψιλό κι΄ίσα-ίσα το βλέπ΄ το μάτι σου, κοκκινίζει κι το κάν΄ το κριθάρ΄.
Κι απλώνει κι πάει στο σώμα σ΄ κι σι τρώει να πα να τρελλαθείς, αμέ...
Πού να τα θυμάμι κι ούλα... 

Όταν βάν΄ς κριθάρ΄ μεσ΄ τ΄ άχερα, βάζαμε κριθάρ΄,  τα κρούβγαμι στ΄ άχερα γιατί τα κλέβγαν τότε.
Ιγώ έβαζα πάντα μεσ΄ τον αχεριώνα μου κριθάρ΄.
Έτυχε να βάλω τρία, τέσσερα τσουβάλια, για να μην τα κουβαλάω ΄δω, ήφερνα ΄κείνα πούθελα για ΄δω κι τ΄άλλα τα ΄βανα μέσα στ΄ άχερα, τά΄ βανα μεσ΄ τ΄ μεσ΄ κι ύστερα ξετρούπωνα ένα-ένα τσουβάλ΄ κι τούπιρνα κι τόφερνα, το κοσκινίζαμε, γιμώζαμ΄ εδώ τα μπαούλα, τα κουρούπια, ν΄αμέ, μί κριθάρ΄ ζούσαμι τότε , ' κεινα τα χρόνια όλο κριθάρ΄. Μ΄γαδερό αλεύρι λέγιτι. 

Μετά μαζέβγαμι σύκα, τώρα ποιός σ΄ορνεί σ΄ συκιές, ποιός έχει σύκα, κανένας...
Τότε μαζέβγαμε σύκα, κουρούπια για να ΄χουμε να τρώμε το χ΄μώνα. Βάζαμε όσπρια, φασόλια, απ΄όλα βάζαμε. ΄Ολο το χρόνο να τρώμε. Δεν υπήρχαν λεφτά. Πού ΄ταν τα λεφτά τότε, τότε ήταν οι πολέμ΄....

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Το playstation που σκότωσε τον Βασιλιά...


Θυμάστε το παραμύθι «Τα Καινούργια Ρούχα του Αυτοκράτορα»; 
Όπου δύο επιτήδειοι εκμεταλλεύονται την μανία ενός άρχοντα για όμορφα ρούχα και τον αφήνουν ξεβράκωτο να παρελαύνει εμπρός στους υπηκόους του, χωρίς κανείς να παραδέχεται ή να τολμάει να αναφωνήσει την αλήθεια, ότι, δηλαδή, ο βασιλιάς είναι γυμνός, εκτός από ένα μικρό παιδί που βρίσκεται στην παρέλαση..; 
Οι υπόλοιποι είναι όλοι πεπεισμένοι πως, τα ανύπαρκτα στην πραγματικότητα, ρούχα δεν μπορεί να τα δεί όποιος δεν είναι έξυπνος... Και αφού όλοι θέλουν να λογίζονται με τους έξυπνους, δεν βγάζουν τσιμουδιά...

(Για όποιον θέλει να θυμηθεί το παραμύθι : http://www.paramithia.net/and3.html )

Σας θυμίζει κάτι..; Υπήρξε σ΄αυτήν την χώρα που έχουμε την τύχη να ζούμε, παρόμοια περίσταση ; Μάλλον, και κράτησε καμμιά εικοσιπενταριά χρόνια...

Θέλετε να πάμε τώρα και σε μια παραλλαγή του παραμυθιού;

Αυτήν την φορά, το παιδάκι είναι απασχολημένο να παίζει playstation κι΄έτσι δεν βρίσκεται κανείς να φωνάξει «Ο βασιλιάς είναι γυμνός !!!». 

Οι χαχόλοι γυρίζουν σπίτια τους, ευχαριστημένοι που προσμετρώνται στους έξυπνους, ο βασιλιάς, αν και συναχωμένος,  γυρίζει τρισευτυχισμένος στο παλάτι, βέβαιος ότι τους κορόιδεψε όλους και δεν τον πήραν χαμπάρι, ή και αν τον πήραν χαμπάρι, κάποιον λόγον έχουν που δεν το λένε, και όλοι κρύβονται απ΄τον εαυτό τους πρώτα και από τους άλλους μετά. 

Οι δύο απατεώνες παραμένουν στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα και, αφού βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, αποφασίζουν να το εκμεταλλευτούν. 
Προτείνουν, λοιπόν, στον αυτοκράτορα να τού υφάνουν εξ΄ίσου όμορφα παπλώματα και κουβέρτες για το βασιλικό κρεββάτι.

Και ο βασιλιάς πέφτει αναγκαστικά στην παγίδα... 
Χρυσοπληρώνει καλύμματα που όχι μόνον θα τον αφήσουν ξεσκέπαστο, αλλά και θα τον φέρουν στο χείλος του θανάτου με τα πρώτα κρύα...

Οι δυο απατεώνες σιγά-σιγά κλείνουν τον κλοιό γύρω από τον βασιλιά, που δεν μπορεί να αποφύγει πλέον το δυσάρεστο. 
Όσοι καταλαβαίνουν τους σκοπούς των δύο απατεώνων και πάνε να αποκαλύψουν το σκοτεινό σχέδιο, γίνονται με τρόπο συνεργάτες της πονηρής κλίκας και συμμετέχουν όπως μπορούν με αντάλλαγμα οφίκια και αξιώματα. 
Μετά από λίγο καιρό, όλοι επιθυμούν τον θάνατο του βασιλιά και κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να συντομευθεί.

Ο βασιλιάς πεθαίνει και ανεβαίνουν στην εξουσία οι δύο απατεώνες, διορίζοντας στις θέσεις που είχαν υποσχεθεί, όλους όσους τους είχαν βοηθήσει.

Όλα πάνε καλά και όλοι πλουτίζουν εις βάρος της έρημης χώρας.

Ως την μέρα, που οι δύο απατεώνες αποφασίζουν και διατάζουν ότι αυτοί θα διαλέγουν σε ποιόν θα ράβουν παπλώματα από ΄δω και στο εξής...

Αυτά, καλά μου παιδάκια ! 

Ξανακοιμηθείτε τώρα, γιατί όλο το παραπάνω, είναι η πραγματικότητα που ζούμε και όχι κάποιο παραμύθι ή όνειρο...

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Για όλους εκείνους που έφυγαν...

Για όλους εκείνους που έφυγαν και δεν φαντάστηκαν ποτέ πως οι επόμενοι θα παραδώσουν με τόσην άνεση στα δόντια των εκσκαφέων τον κόπο τους, τον ξενητεμό και τον πόνο τους, ανεβάζω τις παρακάτω φωτογραφίες.

Πρόκειται για το διαβατήριο ενός Κελλιανού (ακόμη και το όνομα του χωριού σαρώθηκε στην συνέχεια...) που ξενιτεύτηκε με την γυναίκα του για να μπορέσει να ζήσει και να στείλει πίσω στο χωριό κάτι, να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του τόσο η οικογένειά του, όσο και ο τόπος του.

Για λόγους διακριτικότητας έσβησα το επώνυμο, αλλά, άφησα τα πρόσωπα, γιατί φαίνονται μέσα τους ξεκάθαρα ο πόνος, η αγωνία, η κουρασμένη ελπίδα και όλα όσα τα δικά μας πρόσωπα, των καλοταϊσμένων και πολυχορτασμένων, δεν θα μπορέσουν να αντανακλάσουν ποτέ...

Η πρώτη στάση είναι στην Σμύρνη και ακολουθούν τα υπόλοιπα ταξίδια.


Όλοι οι άνθρωποι της γενιάς αυτής που γύρισαν, έφεραν μαζί τους όχι μόνον χρηματική και υλική περιουσία, μα και πολιτισμό, για τον οποίο εμείς οι υπόλοιποι δικαιούμαστε να είμαστε περήφανοι, αν και απολύτως αμήχανοι απέναντί τους.
Βλέπεις, τα SUV  δεν μπορούν να κρύψουν την έλλειψη αξιοπρέπειας, ούτε και να καλύψουν τα κενά προσωπικότητας που χάσκουν μέσα μας...
 "Εθεωρήθη δια την μετάβασίν του εις Ελλάδα. Εν Σμύρνη τη 12 Μαΐου 1928. Ο πρέσβης...."


Αυτωνών τα χωράφια, τις παραγκεριές, τα κατοικιά, τις γαίες, τις αγορασμένες με κόπο και πόνο μακρυά απ΄τον τόπο τους, ξεπουλάμε εμείς σήμερα για να χτιστούν νοικιάρικα της συμφοράς με θέα στην θάλασσα και με αδιαφορία για την ενδοχώρα, για να πληθαίνουν σαν αμάζευτες κουράδες τα REAL ESTATE και τα μεσιτικά γραφεία, που εκδικούνται τον τόπο για την φτώχεια και την ερήμωση που τού επεφύλαξαν οι πολιτικές των εξήντα τελευταίων χρόνων...
Την καλημέρα μου σε όλους όσους αγόρασαν σπίτι-φάντασμα με θέα στην θάλασσα για τριάντα μέρες τον χρόνο, ξεχνώντας τις υπόλοιπες τριακόσιες τριάντα πέντε σε ποιό ακριβώς νησί βρίσκεται το απόκτημά τους...






Πανοραμικές φωτογραφίες, Απρίλιος 2011

Μια πανοραμική από Της Κόρης Τον Πύργο...

 Άλλη μια από τα Κελλιά, με την αντάρα να έχει σκεπάσει την Αγία Υπακοή...
Και τέλος, μία από το λαγκάδι του Μαραγκού, στης Κόρης τον Πύργο....

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

Το άδειο σκαμνί...


Βρέθηκα στο υγρό κελί. 
Ήταν καθισμένος σ΄ένα σκαμνί, τυλιγμένος μ΄ένα βρώμικο, σκισμένο χιτώνα, σκυφτός, με τα χέρια δεμένα με σκοινί, ακουμπισμένα ανάμεσα στα πόδια.

Κρυώνεις, ρώτησα. 

Κάνει κρύο, είπε σιγά. 

Θα πεινάς και θα διψάς, είπα σιγανά.

Κούνησε το κεφάλι...

Δεν μπορώ να κάνω τίποτε για σένα, ούτε νερό να σου δώσω ούτε ψωμί, του είπα.

Δεν πειράζει, να με σκέφτεσαι κι΄είναι το ίδιο, είπε μαλακά, να με σκέφτεσαι εδώ μέσα που είμαι και θα είναι σαν νερό και σαν ψωμί για μένα. 

Έσκυψα κάτω.

Αύριο θα σε πάνε στον άλλο δικαστή, είπα και τον κύτταξα.

Ναι, έχει κι΄αυτός σειρά, απάντησε.

Άρχισε να τρέμει. 
Υγρασία και κρύο μπαίναν απ΄την καγκελόπορτα. 
Έξω ακούγονταν οι φωνές των στρατιωτών.

Ούτε γι αύριο μπορώ να κάνω τίποτε, είμαι πολύ μακρυά από ΄δω, δυό χιλιάδες χρόνια μακρυά, είπα.

Είσαι δίπλα μου, μα δεν πρέπει να κάνεις τίποτε, απάντησε κυττάζοντας κάτω. 
Αν θες να με σκέφτεσαι, και αυτή θάναι η συντροφιά μου. 

Δεν μπορώ να κρατήσω την σκέψη μου κοντά σου εύκολα, ακόμη κι΄όταν ξέρω το μαρτύριό σου, είπα.

Το ξέρω..., είπε.

Είναι σαν να κοιμάμαι στο ξύπνιο μου και μετά έρχεται η σκέψη σου και με πιάνει ντροπή, είπα.

Δες πέρα απ΄τη ντροπή, δες τον εαυτό σου, αυτό να προσπαθείς, είπε.

Περιμένεις το Σάββατο, ρώτησα.

Όχι, είπε.

Μα τότε τελειώνουν όλα... Ίσως θα βοηθούσε το να σκεφτόσουν την έγερση, είπα.

Πρέπει να είμαι εδώ...Να ζω κάθε στιγμή, αλλιώς, δεν έχει νόημα η έγερση, είπε.

Πώς είναι όταν σηκώνεσαι απ΄τους νεκρούς, ρώτησα.

Δεν είμαι εκεί...Είστε όλοι εσείς, αλλά εγώ δεν είμαι εκεί, είπε.

Δεν είσαι, ρώτησα.

Όχι.... Είμαι ήδη σε κάθε ανθάκι που σκάει, σε κάθε πρώτο βήμα παιδιού, σε κάθε χαμόγελο που μόλις αρχίζει να φωτίζει ένα πρόσωπο, στο χέρι που αγγίζει ένα μέτωπο με ανησυχία, είπε.

Και ΄μεις, ρώτησα.

Εσείς απλώς περιμένετε να περάσει η ώρα και να γυρίσετε στις συνήθειές σας, είπε.

Τί πρέπει να κάνω, ρώτησα.

Δεν ξέρω, αληθινά δεν ξέρω. Δεν ήμουν ποτέ ο δάσκαλος που φαντάστηκες, είπε.

Και τότε, ρώτησα.

Τότε, να με σκέφτεσαι εδώ που είμαι τώρα, αν θες, και τ΄άλλα έρχονται μόνα τους.

Το κελί σκοτείνιασε κι΄άλλο, οι φωνές έπαψαν, Αυτός δεν ήταν πιά δίπλα μου και το φώς του πρωινού μπήκε απ΄την τραβηγμένη κουρτίνα.

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Παίξτε ΤΗΝΟΠΟΛΗ !!!

Σύντομα κοντά σας και με τις κάρτες τού παιχνιδιού,
για να μπορέσετε και ΄σεις να διαλύσετε την δική σας Τήνο !!!

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...