«Φύγε,
φύγε! Πέτα το πινέλο στο νέφτι και φύγε γρήγορα, πριν πέσει ο Ήλιος! Δε θα
προλάβεις το Φώς!»
«Παράτα
με κάτω! Λες εγώ δε θέλω να πάω; Μα δε προλαβαίνω... Την άλλη φορά...»
«Δεν υπάρχει άλλη φορά! Την άλλη φορά ο Ήλιος θα γέρνει απ΄αλλού. Και στο κάτω-κάτω την άλλη φορά κάμε αλλού τη βόλτα σου!»
«Σταμάτα
να μιλάς! Θα στεγνώσει η μπογιά, θα πάρει ο αέρας τα χαρτόνια, θα μυρίσει νέφτι
ο κόσμος όλος... Κι΄ύστερα, δεν έχω φτιάξει ούτε σακκίδιο, ούτε παπούτσια έφερα
κατάλληλα, ούτε η μηχανή δεν θα βγάλει καλές φωτογραφίες τέτοια ώρα!
Κι΄έπειτα, τί να τους δείξω δηλαδή..;
Κι΄έπειτα, τί να τους δείξω δηλαδή..;
Μπορεί
κάπου να χάνεται η λεπτομέρεια απ το κρυμμένο κατ'κιό με τ΄αγρέλι ακουμπιστά,
μα δεν ξέρω... Έχει νόημα τώρα πιά..;
Ή
λίγους μοναχά νοιάζει το πατητήρι με το αποδωχάρι...
... και το πέτρινο τραπέζι..
...με τις θυρίδες παραδίπλα και την καρβ’νοστιά..;
... και το πέτρινο τραπέζι..
...με τις θυρίδες παραδίπλα και την καρβ’νοστιά..;
Τί να τους δείξω..;
Βράχια στο φόντο τ’ ουρανού;
Όσο τα κυττάς τόσο σε σαλεύουν, τόσο τα μάτια σου ψάχνουν να ερμηνέψουν τα σχήματα σε γνωστές μορφές θεών, δαιμόνων, στοιχειών... Αρέσουν λες σε κανέναν..;
Τί
να τους δείξω..;
Τ΄όμορφο, καστρωμένο χωραφάκι που έχει χρόνια να δεί ψυχή ανθρώπου όσο κι΄αν στέκει με την πρωτινή του αξιοπρέπεια; Ποιόν ενδιαφέρει... Κανέναν.
Τ΄όμορφο, καστρωμένο χωραφάκι που έχει χρόνια να δεί ψυχή ανθρώπου όσο κι΄αν στέκει με την πρωτινή του αξιοπρέπεια; Ποιόν ενδιαφέρει... Κανέναν.
Μου
λες, "άσε τα πινέλα και τα καρφώματα και τρέχα στο βουνό". Να τρέξω. Μα πάλι δε
θα χορτάσω, πάλι λίγο θάναι, πάλι δε θα φτάνει μια χούφτα Τήνο να καλύψει το
μέσα κενό που σκάβει το τσιμέντο.
Άσε...
Θα μείνω εδώ.
Δε θα δω τον Άγιο Μικαέλ στον Γκντά να προβάλλει λίγο το λίγο πίσω απ΄την κορφή...
... και για μιάς να καμαρώνει στα ολόλευκα στο τελευταίο Φως.
Δε θα δω τον Άγιο Μικαέλ στον Γκντά να προβάλλει λίγο το λίγο πίσω απ΄την κορφή...
... και για μιάς να καμαρώνει στα ολόλευκα στο τελευταίο Φως.
Άστον
στην ησυχία του κι΄Αυτόν.
Κάτι ξέρει που δεν ξέρω για μια παληά τοιχογραφία στο πλευρό του τοίχου.
Ξέρει ακόμα, για το αν είναι τάφοι αυτοί οι δύο στο πλάι της εκκλησιάς και αν ναι, τί καλό πρέπει νάχεις κάμει για να σ΄αφήσουν να ταφείς στην μέση αυτού του Παραδείσου...
Κάτι ξέρει που δεν ξέρω για μια παληά τοιχογραφία στο πλευρό του τοίχου.
Ξέρει ακόμα, για το αν είναι τάφοι αυτοί οι δύο στο πλάι της εκκλησιάς και αν ναι, τί καλό πρέπει νάχεις κάμει για να σ΄αφήσουν να ταφείς στην μέση αυτού του Παραδείσου...
Είναι
καλύτερα να μείνω εδώ, να κάμω χρήση της δικαιολογίας της δουλειάς και να μην
βρω τον χρόνο για δέκα βήματα παραπέρα όπου φαντάζομαι να στέκει ένας περιστεριώνας,
...άκου τώρα, με παραξενιά μοναδική, με ένα κατοικιό κολλημένο απάνω του...
...και μια καυκάλα σαν αγγελόφτερο στό να του πλευρό!
...άκου τώρα, με παραξενιά μοναδική, με ένα κατοικιό κολλημένο απάνω του...
...και μια καυκάλα σαν αγγελόφτερο στό να του πλευρό!
Άσε... Θα μείνω εδώ να μην έχω κιόλα να θαυμάζω τα στολίδια του,
...με εκείνη την αδέξια ματιά που δεν ξέρει που να αποθέσει για λίγο παραπάνω τον χρόνο που τής αναλογεί.
Τρομάζω
κιόλα...
Τρομάζω με ‘κείνο τον ουρανό που ανελέητα με κυττάει μέσα από τη γκρεμισμένη οροφή και θέλω να φεύγω εγώ, να μη βλέπω το νησί να φεύγει πρώτο. Δεν πάω σού λέω... Θα κάτσω εδώ να πηγαινοσέρνω το πινέλο πάνω στα φθαρμένα ξύλα.
Τρομάζω με ‘κείνο τον ουρανό που ανελέητα με κυττάει μέσα από τη γκρεμισμένη οροφή και θέλω να φεύγω εγώ, να μη βλέπω το νησί να φεύγει πρώτο. Δεν πάω σού λέω... Θα κάτσω εδώ να πηγαινοσέρνω το πινέλο πάνω στα φθαρμένα ξύλα.
Γιατί
άμα φεύγω από ΄κει, μπορεί να πάρω τη ρεματιά για να γυρίσω πίσω κι΄είναι
κάτι καυκάλες σα σπίτια άδεια,
...που μοιάζουν να με κατηγορούν για όλα
και ‘μένα δε μ΄αρέσει να φταίω...
...που μοιάζουν να με κατηγορούν για όλα
και ‘μένα δε μ΄αρέσει να φταίω...
Και νάξερες πόσο φταίω που μπορώ και βλέπω τον Οκτωβριάτικο ουρανό με τούτα τα όμορφα κουρελάκια του...
...την ώρα που ο γιός μου πίσω στην πόλη καταλαβαίνει τί ώρα είναι απ΄ την εκπομπή που παίζει η τηλεόραση...»