Τόχεις δεί;
Έχεις δει το νερό της θάλασσας δίπλα ακριβώς στον δρόμο;
Πώς φέγγει απάνω στις βάρκες;
Λες κι΄εκεί μέσα δεν μπορεί να φτάσει όλος ο σαματάς που κάνουν οι άνθρωποι και οι μηχανές τους, λες και το πέλαγος μένει απαθές απέναντι στην ταραχή μας,
...σαν να είναι τα κοπάδια τα ψάρια κάποιοι σοφοί γέροι, κάποιοι στωικοί φιλόσοφοι και δεν δίνουν δυάρα για εμάς.
Κι’ άμα είσαι τυχερός, την ώρα που βολτάρεις μπορεί να μπεί ένα ψαράδικο και να δέσει,
με τις πλευρές του γεμάτες τρεχάμενα δάκρυα απ΄τη σκουριά,
με το πλήρωμα αφοσιωμένο στην δουλειά του κι’ όλους εμάς να το κυττάμε σαν τον μεγάλο αδερφό της διπλανής ψαρόβαρκας.
Εκείνη η ανεπαίσθητη ισορροπία στην άκρη του μώλου, λίγο πιό έξω απ΄ τη νοητή γραμμή που σε κάνει να νιώθεις ασφαλής, μοιάζει με την ελάχιστη απόσταση της τάξης από την αταξία, το ασήμαντο διάστημα ανάμεσα σκέψη και πράξη, το ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη διάστημα που παράπεσε η αληθινή σου μέρα", καταπώς λέει κι΄ο ποιητής...
Έχεις δει το νερό της θάλασσας δίπλα ακριβώς στον δρόμο;
Πώς φέγγει απάνω στις βάρκες;
Λες κι΄εκεί μέσα δεν μπορεί να φτάσει όλος ο σαματάς που κάνουν οι άνθρωποι και οι μηχανές τους, λες και το πέλαγος μένει απαθές απέναντι στην ταραχή μας,
...σαν να είναι τα κοπάδια τα ψάρια κάποιοι σοφοί γέροι, κάποιοι στωικοί φιλόσοφοι και δεν δίνουν δυάρα για εμάς.
Είναι δυό παράλληλα σύμπαντα όλο αυτό: από τη μιά η
φωλιασμένη θάλασσα με την γαλήνη και τα αεικίνητα χρώματα κι’ απ΄την άλλη ο
πολύβουος δρόμος με όσα του ξύνουν την ασφάλτινη πλάτη.
Έχει στην άκρη στο λιμάνι μερικές πάπιες. Πώς βρέθηκαν εκεί
ούτε που ξέρω, μα μ’ αρέσει να τίς κάνω χάζι να πλέουν σε ζευγάρια πέρα δώθε
στο λιμάνι.
Μπορεί στου Νατάλε να έχει τον καλύτερο ελληνικό καφέ και να μην
μένεις ποτέ μόνος σου, αλλά, στην πέρα αγκαλιά του λιμανιού είναι το πιό ήσυχο
πόστο να πιείς το καφεδάκι σου.
Αφήνω τ΄αυτοκίνητο πέρα, λίγο πιό μακρυά, ακόμη και στην
ανηφόρα και περπατάω μέχρι τη Χώρα.
Και ‘κει είναι που μαλακώνει η εικόνα της, γλυκαίνει απ΄τη μάνα-θάλασσα, τραβιούνται τα μάτια από το βαρύ τσιμέντο και πάνε και λικνίζονται πάνω στις βάρκες του λιμανιού.
Και ‘κει είναι που μαλακώνει η εικόνα της, γλυκαίνει απ΄τη μάνα-θάλασσα, τραβιούνται τα μάτια από το βαρύ τσιμέντο και πάνε και λικνίζονται πάνω στις βάρκες του λιμανιού.
Μούλεγε ένας φίλος ζωγράφος κάποτε πως, υπάρχουν μερικά
σχήματα που είναι κυριολεκτικά πανάρχαια, έρχονται από τα βάθη του ασυνείδητου,
χαραγμένα στα γονίδιά μας εδώ και αιώνες, μας ακολουθούν σαν μέρος ενός
κοινωνικού υποσυνείδητου.
Κι΄αυτό το βλέπεις στις ζωγραφιές των παιδιών όταν πιάνουν να σκαρώσουν ένα σπίτι, ένα δέντρο, μιά βάρκα.
Κι΄αυτό το βλέπεις στις ζωγραφιές των παιδιών όταν πιάνουν να σκαρώσουν ένα σπίτι, ένα δέντρο, μιά βάρκα.
Κι’ άμα είσαι τυχερός, την ώρα που βολτάρεις μπορεί να μπεί ένα ψαράδικο και να δέσει,
με τις πλευρές του γεμάτες τρεχάμενα δάκρυα απ΄τη σκουριά,
με το πλήρωμα αφοσιωμένο στην δουλειά του κι’ όλους εμάς να το κυττάμε σαν τον μεγάλο αδερφό της διπλανής ψαρόβαρκας.
"Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.
Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου
απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη"
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.
Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου
απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη"