"Μια φορά κι΄έναν καιρό
ήταν μια γριά και γύρναγε μές τα χωράφια
και στους δρόμους και όλο νόμιζες πως
μιλάει, μα 'κείνη είχε μισανοικτό το στόμα
σα να ανάσαινε και δεν έλεγε τίποτε.
Άμα
ήσουνα πάνω στο βουνό θα τύχαινε να την
δεις να διαβαίνει και να κουνάει τα
χέρια της σαν να σπέρνει κι΄άμα ήσουν
κάτω στο χωριό θα την έβλεπες να
κουνάει τα χέρια της σα να σκουπίζει
τους δρόμους και τα μονοπάτια.
Γρια
την λέγαμε γιατί ήταν όλη γκρίζα, μα τα
μαλλιά της ήταν τόσο γκρίζα όσο και 'κείνων των τουριστών πού 'ρχονται καλοκαίρι
και χορταίνουν ήλιο και ρουφάει το
κεφάλι τους φως και ξανθαίνουν τόσο που
μοιάζουν σα γκρίζοι γέροι.
Και γκρίζα
θάλαγες και τα ρούχα της, μα δεν μπορούσες
να πεις αν ήταν γκρίζα από μαύρο που
ξέβαψε ή γκρίζα από λευκό που λερώθηκε.
Δε την φοβόταν κανένας και ούτε τα παιδιά
παραμέριζαν, μα ούτε την πειράζαν γιατί
ανιώθαν τον αέρα που σάλευε στο πέρασμά
της και περιμέναν να καταλαγιάσει για
να συνεχίσουν το παιχνίδι.
Μετά, είπαν
πως έναν χειμώνα που έβαλε κρύο πολύ,
σαν αυτό που πάει να βάλει τώρα πάλι, χάθηκε
η γριά και πως είχε παγώσει και δεν θα
ξαναρχόταν ποτέ πιά, και να μη φοβόταν
κανείς, λέγαν.
Μα αποκριθήκαν οι ανθρώποι
πως έτσι κι΄αλλιώς δεν την φοβόνταν και
είπαν να πάνε να την βρουν πριν χαθεί
στ΄αλήθεια. Δρόμο πήραν δρόμο αφήκαν
και γυρνάγαν στα βουνά και στις παραγγεριές
και στους κάλαμους μέσα και κυττάζαν
στα καυκάλες και μέσα σε καταστέγια
και κατ’κιά και πουθενά δεν ήταν.
Κι΄άμα πήραν να κατηφορίζουν, μόνο τότε είδαν
τη γριά να είναι όρθια μέσα σ΄ένα αλώνι
και να κουνάει τα χέρια της σα να αλωνέβγει
και γύρω τριγύρω χορεύαν τούφες από ένα
άσπρο σιτάρι που δεν έλεγε να κατακαθίσει
κι΄έπειτα με μιάς έδωσε μια με τα χέρια
και όλο το λευκό σιτάρι σηκώθηκε ψηλά
μές τον αέρα και το πήρε και το στρουφογύρισε
και το καμε δυό φορές τόσο και τρεις
φορές τόσο και μετά γέμισαν οι ουρανοί
με λευκές τούφες.
Τότε η γριά μάζεψε τη
μακρυά φούστα της γύρω στα ποδάρια της,
την έζωσε στις κάλτσες της κι΄άρχισε
να πέφτει το χιόνι και κείνη να περπατάει
σαν πάντα, και τράβηξε για τα χωριά
κι΄όπου πήγαινε το χιόνι ακολούθαγε
μέχρι που την σκέπασε και την σήκωσε
ψηλά και τότε οι χωρικοί καταλάβαν πως
αυτή ήταν η κυρά του χιονιού...
...που όλο τον
χρόνο γυρνάει αμίλητη κι΄άμα έρθει ο
χειμώνας καβαλάει το κρύο και καμει τη
δουλειά που ξέρει να κάμει: να γκρεμίζει
και να χτίζει.
Να γκρεμίζει μαθές όσα
απομείναν αφρόντιστα και να χτίζει όσα
η γης μπορεί να θρέψει."
σημείωση: οι φωτογραφίες είναι οι μισές από τον φίλο που δεν θέλει να φαίνεται και οι άλλες μισές απ΄τον φίλο που σκαρφαλώνει στα κατσάβραχα. Τους ευχαριστώ και τους δύο.