Αναρτήσεις

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ

Εικόνα
"Μια φορά κι΄έναν καιρό ήταν μια γριά και γύρναγε μές τα χωράφια και στους δρόμους και όλο νόμιζες πως μιλάει, μα 'κείνη είχε μισανοικτό το στόμα σα να ανάσαινε και δεν έλεγε τίποτε. Άμα ήσουνα πάνω στο βουνό θα τύχαινε να την δεις να διαβαίνει και να κουνάει τα χέρια της σαν να σπέρνει κι΄άμα ήσουν κάτω στο χωριό θα την έβλεπες να κουνάει τα χέρια της σα να σκουπίζει τους δρόμους και τα μονοπάτια. Γ ρια την λέγαμε γιατί ήταν όλη γκρίζα, μα τα μαλλιά της ήταν τόσο γκρίζα όσο και 'κείνων των τουριστών πού 'ρχονται καλοκαίρι και χορταίνουν ήλιο και ρουφάει το κεφάλι τους φως και ξανθαίνουν τόσο που μοιάζουν σα γκρίζοι γέροι.     Και γκρίζα θάλαγες και τα ρούχα της, μα δεν μπορούσες να πεις αν ήταν γκρίζα από μαύρο που ξέβαψε ή γκρίζα από λευκό που λερώθηκε.  Δε την φοβόταν κανένας και ούτε τα παιδιά παραμέριζαν, μα ούτε την πειράζαν γιατί ανιώθαν τον αέρα που σάλευε στο πέρασμά της και περιμέναν να καταλαγιάσει για να συνεχίσουν το παιχνίδι. 

ΠΟΥ ΓΥΡΝΑΓΕΣ..;

Εικόνα
Βρήκα μια ρωγμή στον χρόνο και χώθηκα ΄κει μέσα. Κι΄ είπα μέσα μου:  "Τώρα θα δεις όσα έχασες περιμένοντας το μέλλον!" Κάπου απ΄το βάθος έφευγαν από μένα τρεις παληές συμμαθήτριες... ...και το σπίτι πού 'μενε ένας συμμαθητής της πρώτης δημοτικού ήταν αγνώριστο. Φώς που ποτέ δεν είχα προσέξει, είχε μείνει ακόμα εκεί, ανάμεσα σε φρεσκαρισμένα κεραμίδια... ..και το ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ της πρώτης Λυκείου δεν είχε καν βιτρίνα. Ένα κινηματογραφικό κίτρινο ανέμιζε στην απέναντι γωνία, σωσμένο απ΄το κίτρινο της κατεδάφισης... ...και μια λευκή σημαία σήμαινε την ανακωχή με τις γιορτές που μόλις πέρασαν. Δεν θυμάμαι... Υπήρχαν πεινασμένοι και τότε..;  Και τούτο το μεταλλικό κέντημα πρέπει νά 'ταν από πάντα εδώ, μα εγώ πέρναγα γεμάτος εγωισμό, πλήρης από άρνηση για το ταπεινό τώρα. Ώσπου απ΄τον τοίχο κατρακύλησε ένα αθέλητο πράσινο και πήγε κι΄ενώθηκε με ΄κείνο του πεζοδρομίου... Ύστερα οι άνθρωποι ονομάτισαν ξανά τα πράγμα

Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία.

Εκατέβηκε την σκάλα, να κλείσει την εξώθυρα με το μάνταλο. Στο ανέβασμα, σε κάθε σκαλί στήριζε το σώμα της με το δεξί χέρι στο δεξί γόνατο ενώ με το αριστερό στηριζόταν στην ξύλινη κουπαστή τής σκάλας και σκέφτηκε πως τα χρόνια είχαν πραγματικά περάσει, δεν ήταν η ιδέα της, πρέπει νάχε μεγαλώσει. Μόλις πέρυσι σα να ήταν που ανεβοκατέβαινε τούτη την ίδια σκάλα με σβελτάδα, σα να πέταγε, σαν κάθε σκαλί να την επέταγε προς τα επάνω, σα να γύρναγε απ΄το σχολείο και να ήτανε απόγεμα Παρασκευής… Έφτασε στο πλατύσκαλο. Απ΄την τζαμόπορτα, φαίνονταν η λάμψη των φώτων του δέντρου, που ερχόταν κι΄έφευγε, σαν μια μεγάλη πολύχρωμη φωτιά που έκαμε κόπο να μη σβήσει, σα τζάκι με λιγοστό αέρα. Άνοιξε και πέρασε στη σαλοτραπεζαρία. “Άντε, μάνα, καληνύχτα” είπε στην φωτογραφία τής μάνας της πάνω απ΄το μπουφέ, “κοιμήσου ‘συ, εγώ ‘χω να πάω κάπου”, συμπλήρωσε, χωρίς ν΄αφήσει να φανεί στη φωνή της πως ήξερε ότι η μάνα δεν την άκουγε. Μπήκε στην κουζίνα, άμα είχε νοτιά η πόρτα έτριζε λίγο περισσότερο,

Πού είναι τα Χριστούγεννα..;

Εικόνα
Κρυμμένα μέσα στο γκρίζο της πόλης, ίσως στέκονται για λίγο σ΄ένα κοινόχρηστο Χριστουγεννιάτικο δέντρο... ...μπορεί ν' ακολουθούν τα βήματα των παιδιών που λένε τα κάλαντα... ...ή να παρατηρούν έναν αδέξιο Αγιοβασίλη που εισβάλλει σε κάποιο ρετιρέ... ...ή πάλι, μπορεί να προσπαθούν να κυττάξουν έξω από κρύες σχολικές αίθουσες, να ομορφύνουν την ενήλικη ζωή μας... Όπως και νάχει, άμα θέλεις πολύ να βρεις τα Χριστούγεννα, φτάνει να κυττάξεις προσεκτικά και θα δεις να στέκουν τριγύρω σου δεκάδες  Χριστουγεννιάτικα δέντρα... ...στολισμένα με φανταχτερά πορτοκαλιά λαμπιόνια... ...ακόμη και με ανέλπιστες μαβιές κορδέλλες... ...ακόμη και με απαγορεύσεις για τα πρέπει και τα δεν πρέπει των ημερών. Άμα θες, μπορεί να διακρίνεις λίγη αγάπη γραμμένη με σπρέυ στον τοίχο... ...και να δεις ελπίδα ανάμεσα σε κάγκελα... ...να διακρίνεις την μοναξιά των ημερών... ...και την ξενοιασιά μιας ηλιόλουστης μέρας... Κι΄ όλα αυτά μαζί φτιάχνουν τα χ

ΤΟ ΜΑΝΤΑΛΟ ΤΗΣ ΠΡΟΓΙΑΓΙΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΙΠΛΑ ΜΑΝΤΡΑ...

Εικόνα
Πιό πολύ απ΄όλα φοβάμαι την απώλεια της μνήμης . Δεν μιλάω για την δική μου, την προσωπική μου μνήμη, που κάποια στιγμή θα βαρύνει έτσι κι΄ αλλιώς. Λέω για την Συλλογική Μνήμη , που είναι απαραίτητο συστατικό, έστω και κρυφό, του αύριο που έρχεται. Μαζεύω παληά χαρτιά, εφημερίδες του ’50, ξύλινες κουτάλες σπασμένες, τεράστια καρφιά και κομμάτια ξύλου από παληά σπίτια,  ...ξεχαρβαλωμένες κλειδαριές, ...ένα διαλυμένο σκαμνί από κάποιο γκρεμισμένο κατοικιό,    ...ένα μπουκαλάκι από άρωμα από ένα φαρμακείο που δεν υπάρχει πιά, μπουκάλια από ποτά που δεν υπάρχουν πιά. Και απλώς, προσπαθώ να βρω επάνω τους τα ίχνη των ανθρώπων, την φθορά από την καθημερινή χρήση, να εντοπίσω το πώς και το γιατί ενός ασυνήθιστου σχήματος,  μα πιό πολύ, προσπαθώ να αναπαραστήσω μέσα μου την εποχή, να την ανασυνθέσω ταιριάζοντας μικρές ιστορίες, αφηγήσεις, ακούσματα, αυτά τα ίδια τα αντικείμενα, σκόρπια διαβάσματα. "Ποιός ο λόγος ", θα πει κανείς. Δεν εξηγιέται ο λόγος.