Μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου...
Κι’ ύστερα θα πούμε, «Ψύχρανε απότομα ο καιρός, βάλε ένα ελαφρύ κουβερτάκι απόψε...» Κατόπιν θα ξυνίσουμε τα μούτρα μας, «Το Σαββατοκύριακο πρέπει να κατεβάσω τα χειμωνιάτικα απ' το πατάρι...» Μετα θα αναρωτηθούμε αν όταν κατεβάζαμε τα χειμωνιάτικα, βάλαμε και το χριστουγεννιάτικο δέντρο κάπως πιο έξω για να τόχουμε εύκολο και θα βάλουμε στο καλάθι κι’ ένα αφρώδες κρασί, μιά «σαμπάνια», για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, έτσι, για το καλό... Μέχρι να το καταλάβουμε, θα βρεθούμε αμήχανοι ν’ ακούμε τα κάλαντα των Φώτων, και να απορούμε πότε πέρασαν κι’ αυτές οι γιορτές... Κατόπιν, κάποιο Σαββατόβραδο θα καταλήξουμε με μια μουτσούνα στο πρόσωπο και σερπαντίνες στο χέρι, με μια χαιρέκακη, κρυφή σκέψη , πως καλά είναι που κάνουν άλλοι το πάρτυ γιατί, ποιος θα μάζευε στη συνέχεια τόσο χαρτοπόλεμο απ’ τα χαλιά... Ύστερα, θα μας κάψει λίγο το χέρι η καλούμπα, θα αναρωτηθούμε αν έπρεπε νάχαμε πάρει δυό καρούλια σπάγγο ακόμη και θα υποσχεθούμε πως δεν θα