Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ STEVE JOBS.
Δεν τον παράτησε η μάνα του , παρά το ότι , ξημεροβραδιαζόταν στα χωράφια και τον άφηνε να μεγαλώνει μόνος μέσα στο χωριό, μ’ ένα ποτήρι κρύο γάλα με πέτσα πάνω-πάνω και μια φέτα ψωμί στο χέρι και τον ξανάβλεπε το μεσημέρι όταν γύρναγε για να μαγειρέψει για την φαμίλια. Το βράδυ τις πιό πολλές φορές τον έβρισκε φαγωμένο στης γιαγιάς του και ήδη κοιμισμένο, ούτε παραμύθι, ούτε χάδι πριν τον ύπνο. Στα έξι του τον έστειλε πρώτη φορά να πάει το καρίκι με το γάλα στην γιαγιά του στ’ απάνω χωριό. Στα εφτά είχε μάθει να αρμέγει και την έβγαζε στο λιβάδι απ΄το πρωί μέχρι το βράδυ που πάντα κάτι θάβρισκε να κάνει από δουλειά. Στα δώδεκα ξεκίνησε το γυμνάσιο αν και κανείς στο σπίτι δεν πίστευε πως ηταν κάτι χρησιμο, παρά μονον για τα κορίτσια. Στα δεκατέσσερα απέκτησε το πρώτο του μηχανάκι και πηγαινοερχόταν με αυτό στο λιβάδι, στο πότισμα, στο τάισμα, στα άρμεγμα. Στα δεκαοχτώ, αφού κινδύνεψε να μείνει τρεις φορές στην ίδια τάξη, πήγε φαντάρος και στις άδειες κατέβαινε στο νησί για να βοηθά