Αναρτήσεις

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ STEVE JOBS.

Δεν τον παράτησε η μάνα του , παρά το ότι , ξημεροβραδιαζόταν στα χωράφια και τον άφηνε να μεγαλώνει μόνος μέσα στο χωριό, μ’ ένα ποτήρι κρύο γάλα με πέτσα πάνω-πάνω και μια φέτα ψωμί στο χέρι και τον ξανάβλεπε το μεσημέρι όταν γύρναγε για να μαγειρέψει για την φαμίλια. Το βράδυ τις πιό πολλές φορές τον έβρισκε φαγωμένο στης γιαγιάς του και ήδη κοιμισμένο, ούτε παραμύθι, ούτε χάδι πριν τον ύπνο. Στα έξι του τον έστειλε πρώτη φορά να πάει το καρίκι με το γάλα στην γιαγιά του στ’ απάνω χωριό. Στα εφτά είχε μάθει να αρμέγει και την έβγαζε στο λιβάδι απ΄το πρωί μέχρι το βράδυ που πάντα κάτι θάβρισκε να κάνει από δουλειά. Στα δώδεκα ξεκίνησε το γυμνάσιο αν και κανείς στο σπίτι δεν πίστευε πως ηταν κάτι χρησιμο, παρά μονον για τα κορίτσια. Στα δεκατέσσερα απέκτησε το πρώτο του μηχανάκι και πηγαινοερχόταν με αυτό στο λιβάδι, στο πότισμα, στο τάισμα, στα άρμεγμα. Στα δεκαοχτώ, αφού κινδύνεψε να μείνει τρεις φορές στην ίδια τάξη, πήγε φαντάρος και στις άδειες κατέβαινε στο νησί για να βοηθά

ΤΑ ΙΧΝΗ ΣΤΗΝ ΛΑΣΠΗ

Εικόνα
Ο Αρχάγγελος κάθησε στην άκρη της μάντρας δίπλα σ’ ένα σχίνο. Ακούμπησε το σπαθί στο πλάι, οι άκρες των φτερών του ακούμπησαν στο υγρό χώμα, λύγισαν ελαφρά και μπορούσες να δεις τη λάσπη που άρχιζε να τα λερώνει. Ήταν ξεκάθαρο ότι τόξερε και δεν έδινε σημασία. Έβρεχε για μέρες και το χώμα ήταν ευχάριστα νοτισμένο, ειδικά στα σημεία που το έβλεπε για λιγώτερη ώρα ο ήλιος. Πέρασε το χέρι πάνω απ'τα μακρυά μαλλιά του και χωρίς να γυρίσει ρώτησε τον μοναχό:  «Πώς είπες πως το λένε το εκκλησάκι; » Στην φωνή του φάνηκε η κούραση μαζί με μια αίσθηση ρουτίνας. σα νάταν κάτι που τόχε κάνει δεκάδες φορές, σαν ενωμοτάρχης που έκανε την ίδια κουβέντα για χιλιοστή φορά με θύμα ή με θύτη. «Άγιο Μικαέλ το λένε, Άγιο Μικαέλ», ψιθύρισε ο μοναχός αφήνοντας το βλέμμα χαμηλά. «Χα! έπεσα σε ξωκκλήσι που έχει τ’ όνομά μου! Πού να το φανταστώ...».  Γύρισε και κύτταξε πίσω του το εκκλησάκι στην μέση του χωραφιού που δέσποζε πάνω απ΄το λαγκάδι. «Μα έτσι κι΄αλλιώς είναι σε κακό χάλι, δεν θα