Αναρτήσεις

ΤΑ ΙΧΝΗ ΣΤΗΝ ΛΑΣΠΗ

Εικόνα
Ο Αρχάγγελος κάθησε στην άκρη της μάντρας δίπλα σ’ ένα σχίνο. Ακούμπησε το σπαθί στο πλάι, οι άκρες των φτερών του ακούμπησαν στο υγρό χώμα, λύγισαν ελαφρά και μπορούσες να δεις τη λάσπη που άρχιζε να τα λερώνει. Ήταν ξεκάθαρο ότι τόξερε και δεν έδινε σημασία. Έβρεχε για μέρες και το χώμα ήταν ευχάριστα νοτισμένο, ειδικά στα σημεία που το έβλεπε για λιγώτερη ώρα ο ήλιος. Πέρασε το χέρι πάνω απ'τα μακρυά μαλλιά του και χωρίς να γυρίσει ρώτησε τον μοναχό:  «Πώς είπες πως το λένε το εκκλησάκι; » Στην φωνή του φάνηκε η κούραση μαζί με μια αίσθηση ρουτίνας. σα νάταν κάτι που τόχε κάνει δεκάδες φορές, σαν ενωμοτάρχης που έκανε την ίδια κουβέντα για χιλιοστή φορά με θύμα ή με θύτη. «Άγιο Μικαέλ το λένε, Άγιο Μικαέλ», ψιθύρισε ο μοναχός αφήνοντας το βλέμμα χαμηλά. «Χα! έπεσα σε ξωκκλήσι που έχει τ’ όνομά μου! Πού να το φανταστώ...».  Γύρισε και κύτταξε πίσω του το εκκλησάκι στην μέση του χωραφιού που δέσποζε πάνω απ΄το λαγκάδι. «Μα έτσι κι΄αλλιώς είναι σε κακό χάλι, δεν θα

Η ΚΟΡΗ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ

Εικόνα
  "Στης Κόρης τον Πύργο είν' ένας τοίχος πέντε μέτρα αψηλός κι' έχει ένα παραθύρι που απου 'κει κοίταγε η Κόρη τα καράβια να περνούν, κι' ειν' και μάντρες με τις πλάκες ορθές, χωμένες μέσα στη χτισιά και λεν' πως εκεί από πίσω κρύβονταν οι στρατιώτες του βασιλιά για να πολεμούν πιό καλά. Και τρέχαν από πλάκα σε πλάκα και ρίχναν με τα τουφέκια, που ήταν γεμισμένα κι' ακουμπισμένα σε κάθε πλάκα για να μπερδεύονται οι εχθροί, να μην ξέρουν πόσοι είναι οι στρατιώτες στ' αλήθεια και να σαστίζουν, να πισωγυρίζουν στα καράβια τους, να πηγαίνουν από 'κει που τους έφερε ο άνεμος κι΄ακόμη παραπέρα. Κι' απ' τον πολύ τον πόλεμο για να κλέψουν οι ξένοι την Κόρη, πέφταν οι μπάλες απ' τα κανόνια και σπάγαν τα σπίτια και γι΄αυτό είν' όλα γκρεμισμένα  σήμερα.  Και σπάζανε τα τσουκάλια με το φαγητό και κλαίγαν οι κυράδες, μα ο πόλεμος δε σταμάταγε κι' η Κόρη έβλεπε τα καράβια να περνούν κι' ήξερε πως γι΄αυτήν γινόταν το κακό κι΄ο χαλασμός