Αναρτήσεις

No life mister, no life...

Το παρακάτω κείμενο είναι από το podilates.gr και το αναρτώ γιατί μου το θύμισε το άρωμα του λεμονανθού, που έρχεται σιγά-σιγά και μπορεί και ομορφαίνει ακόμη και το τσιμέντο που μέσα τοου ζούμε. Το βλέμμα σπρωχνότανε κάτω, δεν πέρναγε πέρα από τις μύτες των παπουτσιών του και τα βαρειά του φρύδια δεν άφηναν να δω τα μάτια του, καταλάβαινα όμως την σκοτεινιά στην ψυχή του και πιό πολύ ένοιωθα την βαρειά του ανάσα, παρά που την άκουγα. Πώς βρέθηκα μέσα σε τούτο τον καφενέ, τον βγαλμένο από κάποιο βιβλίο του Καραγάτση, ούτε που κατάλαβα. Θυμήθηκα πως κάποτε είχα ταξιδέψει ως την Μυτιλήνη μόνο και μόνο για να πιώ καφέ σ’ έναν από κείνους τους παληούς καφενέδες που είχα δει στην τηλεόραση πως υπήρχαν ακόμη και τώρα, σ’ έναν ακόμη πιό παλιό απ’ όλους όσους είχα γνωρίσει, βρισκόμουν εδώ, στο Πέραμα. Έβαλα με το μυαλό μου πως θάπρεπε να θυμηθώ να ξανάρθω χειμώνα, νάναι αναμμένη και η μαντεμένια ξυλόσομπα, να βρέχει έξω και να κάτσω σε μια γωνιά να βλέπω διακριτικά τα γερόντια

Στο λιοτρίβι...

«Αντέλα! Έ, Αντέλα!», έσκυψε απ΄τα περπατιά κάτω η κυρα-Κατερίνα. «΄Εεε..», σήκωσε το κεφάλι της η Αντέλα. «Πού εν΄ η Λίζα μας ;» «Στου λουτρίδ΄μι τα πιδιά, παν΄να γυρίσουν το βόλτο...», είπε η μεγάλη αδελφή. Τί μεγάλη δηλαδή, δέκα η μία και εφτά η άλλη ήτανε... «Στου λουτρίδ;! ΄γιό πιδί, θα μ΄γυρίσ΄μεσ΄ τ΄μουτζούρα..!» Η κυρα-Κατερίνα έψαχνε τη Λίζα απ΄το πρωί. Το συνήθιζε το Λιζάκι. Έφευγε το πρωί και γύρναγε όποτε τέλειωνε το παιχνίδι. Σε αντίθεση με την Αντέλα, που όλο γύρω απ΄το σπίτι γύριζε. Τώρα, για παράδειγμα, έπαιζε με την Μαρία την Μπουρμπουνού και την Μαρίνα της Μαριόνκας στο παλιό σχολειό, εκεί που σήμερα είναι δίπατο σπίτι με πανύψηλη αροκάρια στον κήπο.  Χωρίζανε «σπ΄τάκια» και παίζανε. Κάθε λογής γυαλιστερό χαρτάκι ή κομμάτι από σπασμένη πορσελάνη, το μάζευαν με προσοχή και τόκαμαν για σερβίτσιο: «Έλα να σ΄κάμου καφέ, γειτόν΄σσα!», «Μιτά χαράς, γειτόν΄σσα, έλα κι΄από ΄κ΄πέρα να πιούμι τσάϊ!». Έλα μου όμως που ο μήνας έμπαινε Οκτώβριος και το ελαιοτριβείο είχε αρχίσει