Αναρτήσεις

Η ΡΥΤΙΔΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ....

Και πές εσύ ότι αύριο κόβει δραχμή. Μόνο για εσωτερική χρήση. Και πες ότι κρατάει το ευρώ για συναλλαγές (με τους άνωθεν και έξωθεν τοκογλύφους) και ταξίδια εις την αλλοδαπήν. Και, ειλικρινέστατος, σού λέει, " αύριο που θα πάς στον μπακάλη πάρε μαζί σου τις δραχμές, το ευρώ θα τόχω εγώ για να κάνω τα ίσα μου και τους λογαριασμούς μου και να ξέρω τι χρωστάμε". Και βγαίνεις εσύ απ΄το σπίτι και πάς στο καφετυροπιττάδικο και λές "Καλημέρα, Μάκη, κάνε μια φραπεδούμπα ν΄ανοίξει το μάτι" και σου λέει ο Μάκης "Ορίστε, Γρηγόρη μου" και επανέρχεσαι εσύ "Πόσο κάνει;" και έρχεται ο νταμπλάς " Εξακόσιες δώδεκα, Γρηγόρη μου..." και εκεί ακριβώς χαλνάνε οι σχέσεις σου με τον Μάκη, που αυτομάτως μετατρέπεται σε "Ρε μ@λ@κ@"!!! Εξακόσιες δώδεκα δραχμές ένα φραπεδάκι (εξέπεσε από φραπεδούμπα) σε πλαστικό και στο χέρι;;;;" "Μα Γρηγόρη μου, τόσο τονε πλήρωνες και χτές και δε σε έκοφτε, τί σ΄έπιασε σήμερις..." απαντεί έκπλ

Η φάτσα μου στο νερό...

                   Πάνω στο πάτωμα του σπιτιού, στο πατημένο χώμα που ισώθηκε με μύριους κόπους, πού έπαιζα σκάβοντας κρυφά τρυπούλες γιά να γεμίσω το πλαστικό φορτηγάκι μου, να φτιάσω τα παιδικά μου όνειρα, πάνω’κεί ακούμπαγε η μάνα μου, σαραντάρα τότε, τον σιδερένιο κουβά, τον γυαλιστερό, που έκανε έναν ξερό θόρυβο όταν άφηνες το χερούλι του να χτυπήσει στα πλευρά του, τα γεμάτα με νερό από την βρύση στον πλάτανο, στο Αη Γιάννη. Ολόφρεσκο, θάλεγες , ζωντανό νερό. Έσκυβα πλάι στον κουβά με λαχτάρα και δέος, ακούμπαγα τα χέρια του δεκάχρονου εαυτού μου στο χείλος κι’ έβλεπα κύκλους να φεύγουν απ’ το μέταλλο προς το κεντρο του νερού σε κάθε μου χτύπημα, οσο απαλο και νάταν. Μετά, έφτανε η μεγάλη στιγμή΄ έφερνα το πρόσωπό μου παράλληλα με την επιφάνεια γιά να μην μπει το νερό στην μύτη μου και με τσούξει και σπρώχνοντας τα χείλη μου όσο πιό έξω μπορούσα, έδινα το πιό ζουμερό φιλί της ζωής μου στο νερό. Και ρούφαγα, ρούφαγα, ρούφαγα ώσπου να μην έχω πιά ανάσα και τότε σήκωνα το κεφάλι