Αναρτήσεις

ΦΟΡΟΙ, ΛΟΙΠΟΝ...

Εικόνα
Εξ' απ' ανέκαθεν πάντα και πάλαι ποτέ, που λέει και ένας φίλος, ΦΟΡΟΙ ... Κατ' αρχάς, λοιπόν, το κράτος  σε απογράφει, να ξέρει ποιός είσαι, πού μένεις, πού τέλος πάντων μπορεί να σε βρίσκει άμα έχει τις ανάγκες του, που απ' ό,τι φαίνεται, είναι πολλές..: Και μετά, το κράτος  αρχίζει να βάζει το χέρι στην πανταλόνα .  Την δικιά μας. " ΔΙΠΛΟΤΥΠΟΝ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ", για " διατροφήν ζώων" με " προσαύξησιν " και " τόκους υπερημερίας" . Έτος 1952. Αν τύχει και σ' αφήσει καμμιά θειά ένα τοσοδά χωραφάκι, τότε...     " ΔΙΠΛΟΤΥΠΟΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΝ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ". Έτος 1926. Και μήπως η αφαίμαξη σταμάταγε στη μέση του πολέμου; Αντιθέτως. Και η γλώσσα των δημοσίων εγγράφων πάντα επιτακτική, στα όρια του προσβλητικού, σα να σου γίνεται μεγάλη χάρη που σου κατενεμήθει φόρος... Έτος 1942. Πάμε και στα αγρέλια; Τρύγησες ελίτσες; Έβγαλες λαδάκι;   Ε, τότε σου χρειάζεται ένα "ΔΙΠΛΟΤΥΠΟΝ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΟΥ ΓΕΩ

Για 'κείνη τη ρημάδα την αξιοπρέπεια...

Βλέπω τις ειδήσεις πρωί πρωί με κείνα τα κτηνώδικα ζόμπι που μας ρούφηξαν το χαμόγελο να ελπίζουν πως η Ελλάδα θα αποτύχει και τελικώς οι βάρβαροι θα περάσουν (που δεν θα γίνει βέβαια, γιατί οι "εταίροι" μπορεί να είναι βάρβαροι στην ψυχή, αλλά βλάκες δεν είναι...) και σκέφτομαι, πόσα, μα πόσα χρόνια έχω να αισθανθώ περήφανος που κάποιος λέει αυτά που είχα μέσα στο μυαλό μου τα τελευταία 5 χρόνια... Και αυτοί οι κάποιοι μου μοιάζουν! Ντύνονται όπως εγώ, περπατάνε όπως εγώ πάνε στη δουλειά τους όπως εγώ, χειρονομούν όπως εγώ, τρώνε μεζεδάκια δίπλα μου χωρίς ένα πακέτο φουσκωτούς, και κυρίως, μιλάνε κατανοητά, χωρίς στόμφο, λένε κάτι που μπορώ να καταλάβω και να συζητήσω. Χόρτασα, σιχάθηκα πλέον μαύρα χρυσοπληρωμένα κουστούμια και γραββάτες επάνω σε ξέχειλες κοιλιές, "υπουργικά αυτοκίνητα" και κουστωδίες σφογγοκωλάριων, διορισμένων ανίκανων μακρανηψιών και γκόμενων, υφάκι του στυλ "κάνω κάτι πολύ σοβαρό που δεν μπορείς να καταλάβεις" , χόρτασα μεχρι που

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ

Εικόνα
"Μια φορά κι΄έναν καιρό ήταν μια γριά και γύρναγε μές τα χωράφια και στους δρόμους και όλο νόμιζες πως μιλάει, μα 'κείνη είχε μισανοικτό το στόμα σα να ανάσαινε και δεν έλεγε τίποτε. Άμα ήσουνα πάνω στο βουνό θα τύχαινε να την δεις να διαβαίνει και να κουνάει τα χέρια της σαν να σπέρνει κι΄άμα ήσουν κάτω στο χωριό θα την έβλεπες να κουνάει τα χέρια της σα να σκουπίζει τους δρόμους και τα μονοπάτια. Γ ρια την λέγαμε γιατί ήταν όλη γκρίζα, μα τα μαλλιά της ήταν τόσο γκρίζα όσο και 'κείνων των τουριστών πού 'ρχονται καλοκαίρι και χορταίνουν ήλιο και ρουφάει το κεφάλι τους φως και ξανθαίνουν τόσο που μοιάζουν σα γκρίζοι γέροι.     Και γκρίζα θάλαγες και τα ρούχα της, μα δεν μπορούσες να πεις αν ήταν γκρίζα από μαύρο που ξέβαψε ή γκρίζα από λευκό που λερώθηκε.  Δε την φοβόταν κανένας και ούτε τα παιδιά παραμέριζαν, μα ούτε την πειράζαν γιατί ανιώθαν τον αέρα που σάλευε στο πέρασμά της και περιμέναν να καταλαγιάσει για να συνεχίσουν το παιχνίδι. 

ΠΟΥ ΓΥΡΝΑΓΕΣ..;

Εικόνα
Βρήκα μια ρωγμή στον χρόνο και χώθηκα ΄κει μέσα. Κι΄ είπα μέσα μου:  "Τώρα θα δεις όσα έχασες περιμένοντας το μέλλον!" Κάπου απ΄το βάθος έφευγαν από μένα τρεις παληές συμμαθήτριες... ...και το σπίτι πού 'μενε ένας συμμαθητής της πρώτης δημοτικού ήταν αγνώριστο. Φώς που ποτέ δεν είχα προσέξει, είχε μείνει ακόμα εκεί, ανάμεσα σε φρεσκαρισμένα κεραμίδια... ..και το ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ της πρώτης Λυκείου δεν είχε καν βιτρίνα. Ένα κινηματογραφικό κίτρινο ανέμιζε στην απέναντι γωνία, σωσμένο απ΄το κίτρινο της κατεδάφισης... ...και μια λευκή σημαία σήμαινε την ανακωχή με τις γιορτές που μόλις πέρασαν. Δεν θυμάμαι... Υπήρχαν πεινασμένοι και τότε..;  Και τούτο το μεταλλικό κέντημα πρέπει νά 'ταν από πάντα εδώ, μα εγώ πέρναγα γεμάτος εγωισμό, πλήρης από άρνηση για το ταπεινό τώρα. Ώσπου απ΄τον τοίχο κατρακύλησε ένα αθέλητο πράσινο και πήγε κι΄ενώθηκε με ΄κείνο του πεζοδρομίου... Ύστερα οι άνθρωποι ονομάτισαν ξανά τα πράγμα

Μια πρωτοχρονιάτικη ιστορία.

Εκατέβηκε την σκάλα, να κλείσει την εξώθυρα με το μάνταλο. Στο ανέβασμα, σε κάθε σκαλί στήριζε το σώμα της με το δεξί χέρι στο δεξί γόνατο ενώ με το αριστερό στηριζόταν στην ξύλινη κουπαστή τής σκάλας και σκέφτηκε πως τα χρόνια είχαν πραγματικά περάσει, δεν ήταν η ιδέα της, πρέπει νάχε μεγαλώσει. Μόλις πέρυσι σα να ήταν που ανεβοκατέβαινε τούτη την ίδια σκάλα με σβελτάδα, σα να πέταγε, σαν κάθε σκαλί να την επέταγε προς τα επάνω, σα να γύρναγε απ΄το σχολείο και να ήτανε απόγεμα Παρασκευής… Έφτασε στο πλατύσκαλο. Απ΄την τζαμόπορτα, φαίνονταν η λάμψη των φώτων του δέντρου, που ερχόταν κι΄έφευγε, σαν μια μεγάλη πολύχρωμη φωτιά που έκαμε κόπο να μη σβήσει, σα τζάκι με λιγοστό αέρα. Άνοιξε και πέρασε στη σαλοτραπεζαρία. “Άντε, μάνα, καληνύχτα” είπε στην φωτογραφία τής μάνας της πάνω απ΄το μπουφέ, “κοιμήσου ‘συ, εγώ ‘χω να πάω κάπου”, συμπλήρωσε, χωρίς ν΄αφήσει να φανεί στη φωνή της πως ήξερε ότι η μάνα δεν την άκουγε. Μπήκε στην κουζίνα, άμα είχε νοτιά η πόρτα έτριζε λίγο περισσότερο,

Πού είναι τα Χριστούγεννα..;

Εικόνα
Κρυμμένα μέσα στο γκρίζο της πόλης, ίσως στέκονται για λίγο σ΄ένα κοινόχρηστο Χριστουγεννιάτικο δέντρο... ...μπορεί ν' ακολουθούν τα βήματα των παιδιών που λένε τα κάλαντα... ...ή να παρατηρούν έναν αδέξιο Αγιοβασίλη που εισβάλλει σε κάποιο ρετιρέ... ...ή πάλι, μπορεί να προσπαθούν να κυττάξουν έξω από κρύες σχολικές αίθουσες, να ομορφύνουν την ενήλικη ζωή μας... Όπως και νάχει, άμα θέλεις πολύ να βρεις τα Χριστούγεννα, φτάνει να κυττάξεις προσεκτικά και θα δεις να στέκουν τριγύρω σου δεκάδες  Χριστουγεννιάτικα δέντρα... ...στολισμένα με φανταχτερά πορτοκαλιά λαμπιόνια... ...ακόμη και με ανέλπιστες μαβιές κορδέλλες... ...ακόμη και με απαγορεύσεις για τα πρέπει και τα δεν πρέπει των ημερών. Άμα θες, μπορεί να διακρίνεις λίγη αγάπη γραμμένη με σπρέυ στον τοίχο... ...και να δεις ελπίδα ανάμεσα σε κάγκελα... ...να διακρίνεις την μοναξιά των ημερών... ...και την ξενοιασιά μιας ηλιόλουστης μέρας... Κι΄ όλα αυτά μαζί φτιάχνουν τα χ