Αναρτήσεις

Τα εξωκκλήσια χωρίς δόγμα...

Εικόνα
Κάπου εδώ έξω, σ΄ένα εξωκκλήσι που στέκεται μόνο του στην μέση ενός χωραφιού, κάπου εδώ μπορεί να είναι κρυμμένος ο θεός του καθενός ξεχωριστά... Μακριά απ΄ τον θόρυβο των θρησκειών και τους βάλτους των δογμάτων, με ανεπιτήδευτη απλότητα και αμίμητη αξιοπρέπεια προς τον χώρο, με καρδιά καμωμένη από τις ατέλειες της κατασκευής τους... Από εδώ κοντά, το γαλανό τού απέραντου θεού, αποκτά γεωμετρική υπόσταση και σαφήνεια... Και ο κόσμος σωπαίνει όταν κυττάς από την μέσα άφωτη ηρεμία προς τα έξω, όσο όμορφο κι΄αν είναι το έξω από μόνο του... Κυττάς και το δέος είναι σαν του αγέννητου μωρού, που προλαβαίνει να ρίξει μια γρήγορη ματιά στον κόσμο πριν πηδήξει μέσα του... Ψηλότερα, πάνω απ΄τα Κελλιά, τα πράγματα φαίνονται αλλιώς... Η εκκλησία ακουμπάει απαλά στην πλαγιά της Καστέλλας και όταν ο ήλιος γονατίσει προς του Πολέμου τον Κάμπο, αρχινάει να γαληνεύει κι΄αυτή, ντυμένη σε χιλιάδες ίσκιους...  Μέσα απ΄την καμάρα, ένα κομμάτι ουρανού πιασμένο στον ιστό αφουγκράζεται την

ΚΟΥΜΑΡΟΣ....

Εικόνα
Δεκαπενταύγουστος... Πλησιάζοντας στο καφενεδάκι του Κουμάρου ακούμε ομιλίες, πειρακτικά σχόλια προς κάποιον, ο οποίος απαντάει προσπαθώντας να θίξει την ηλικία των άλλων... Μάταια...Τα σχόλια συνεχίζουν και γέλια έρχονται να προστεθούν... Μια παρέα έξι-εφτά ατόμων κάθεται στα πεζούλια και πειράζει τον μεγαλύτερο σε ηλικία, που έχει βαλθεί με μια σκούπα και μπόλικο νερό από την βρύση να καθαρίσει τον χώρο κάτω απ΄την συκιά... "¨Ζέστη..." "Καλά είναι...δε πειράζει..." "Χρόνια Πολλά και του χρόνου.." "Επίσης.....Κατσείτε για καφέ. Εμείς εδώ έχουμε φτιάξει καφενείο που τα φτιάχνετε μονάχοι σας..... " Συνεχίζει το καθάρισμα του δρόμου...Τώρα σκύβει με ευλυγισία παιδιού και μαζεύει ένα-ένα τα σ΄κιόφυλλα από κάτω, μέχρι που το μάτι του δεν μπορεί να πιάσει άλλο...., αυτός, ο εικοσάχρονος ογδοντάρης... "Η Αθήνα...; Τριανταοχτώ χρόνια έφαγα στην Αθήνα....Μα εδώ έν΄ πιό καλά, περνάει η ώρα καλύτερα..." Ο εαυτός μου, ξέρεις, εκεί

Ρε ασταδιάλα.....

Εικόνα
Ρε, για κύττα, ρε... Πώς εμεγάλωσε η πόλη, πώς έμοιασε στας Αθήνας, πώς επλάτυνε και εψήλωσε, πώς εβάρυνε απ΄το τσιμέντο και το σίδερο, πόσο κατάφερε να ασχημύνει κι΄άλλο...!!! Ούτε τα νυχτερινά φώτα μπορούν να κρύψουν το μέλλον που έχει διαλέξει εδώ και καιρό το νησί.... Όσα χτίστηκαν είναι χειρότερα από τα προηγούμενα και όσοι χτίζουν, ζηλεύουν τόσο πολύ τα Cayenne των άλλων, που πρέπει να αποκτήσουν κι΄αυτοί πάση θυσία δικό τους και μάλιστα, το συντομώτερο... Όσο για τους ντόπιους, έχουν χάσει τον μπούσουλα, δεν ξέρουν τί τους γίνεται και δεν ενδιαφέρονται κιόλας, φτάνει που το νησί ζει απ΄την οικοδομή και μόνον απ΄αυτήν... Η άσχημη χώρα της Τήνου, λοιπόν, σαν καρκίνος απλώνεται με πολλαπλές μεταστάσεις και στο υπόλοιπο νησί, σε όλα τα όργανά του, σε όλες τις συνειδήσεις... Καλό χειμώνα.

Ο ΙΟΣ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ...

".....Τα συνεργεία του ΥΠΕΧΩΔΕ δεν είναι σε θέση να εντοπίσουν τον φθοροποιό παράγοντα, δεδομένης μάλιστα και της παντελούς έλλειψης σχετικής βιβλιογραφίας ή άλλων παρόμοιων περιστατικών, που έχει 'καταφάει' κυριολεκτικά τις πολυκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας, δίνοντας τροφή για επιστημονικοφανή σχόλια που μιλάνε για τον 'Ιό του τσιμέντου'. Πιό συγκεκριμένα, εκτεταμένες φθορές έχουν παρατηρηθεί στους σκελετούς εκατόν τριάντα πολυκατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, οι οποίες έχουν αρχίσει να εκκενώνονται προληπτικά. Κύκλοι του ΥΠΕΧΩΔΕ έχουν αφήσει να διαρρεύσει ότι, επίκεινται κατεδαφίσεις των εν λόγω κτιρίων, εφ' όσον οι βλάβες είναι μη αντιστρεπτές και μη επιδιορθώσιμες. Ανησυχία εξ'άλλου προκαλεί το γεγονός ότι, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί το αίτιο, ενώ παράλληλα ίχνη 'προσβολής' παρουσιάζονται και σε κτίρια σε άλλες περιοχές της Αθήνας. ΕΛΕΥΘΕΡΟΓΝΩΜΙΑ 12/8/2011". Ο μηχανολόγος Δημήτρης Τσοπάνογλου, χαμογέλασε ελαφρά. Έκοψε προσεκτικά

χύθηκε ο καφές, ρεεεεέ.....

Και από πού να ξεκινήσεις... Από την παιδεία...; Και από πού ακριβώς...;  Απ΄τα πανεπιστήμια με τους προαλειφόμενους δικτατορίσκους συνδικαλιστάδες ή από τα πολυφυλετικά δημοτικά όπου δεν υπάρχει τρόπος μείωσης των απωλειών χρόνου εξ΄αιτίας της γλώσσας ούτε για τα ελληνάκια ούτε για τα ξενάκια... Πιάσε καλύτερα την άμυνα, ειδικά τώρα που τα γειτονάκια αγριεύουν ξανά...Τώρα μόλις παραλάβαμε μέρος των πυρομαχικών για άρματα που υπηρετούν στον Ελληνικό στρατό εδώ και πέντε χρόνια. Ά, βάλε και τα διαβήματα, είναι σοβαρή άσκηση εξωτερικής πολιτικής... Στον πολιτισμό πώς τα βλέπεις...; Είναι κάτι μάρμαρα που μας ταϊζουν ακόμη και κάτι παλαβοί που στέκονται και κυττάνε μπογιατισμένους μουσαμάδες και στραβωμένες λαμαρίνες, αυτό δεν είναι...; Και πώς αντέχουν εκείνες τις φωνάρες για τόσην ώρα και κείνο το τσίρι-τσίρι με τα βιολιά και περνάνε και καλά.... Για τον τουρισμό δεν έχεις να μου πεις τίποτα, όμως... Έρχονται οι ξυνόγαλοι απ΄τους βορράδες και λιάζο

Βωλάξ

Εικόνα
Η Διονυσία κύτταξε τον καφέ της. Οι φουσκάλες έλαμπαν στον ήλιο με χρώματα που στριφογύριζαν επάνω τους, έσκαγαν χωρίς κρότο, το καϊμάκι αραίωνε. Σιγή...ανάσα κρατημένη....Θα είναι καλός ο καφές...; Έβαλε μια γουλιά στο στόμα της..."Έχει ζάχαρη" ψιθύρισε, γυρίζοντας στην καφετζού είπε φωναχτά "Το μπρίκι είχε ζάχαρη απ΄τον προηγούμενο καφέ, μου φτιάχνετε έναν άλλον, σας παρακαλώ..." Στο διπλανό χωράφι ένας κάτσικας μασουλάει ξερά χόρτα, κυττάει χωρίς να μας βλέπει, η ζέστη σπρώχνεται παραπέρα από το αεράκι, μιλάμε λέγοντας ανοησίες για την ντόπια παραγωγή, κλέβοντας ματιές προς τους τουρίστες δίπλα μας που εντρυφούν σε μια χωριάτικη σαλάτα, οι μέρες δεν φτάνουν, οι ώρες ξεγλιστράνε από τις χαραμάδες της προσοχής μας. Η Βωλάξ δεν μπορεί να είναι πιό όμορφη μέσ΄την απλότητά της, τυλίγεται τον εαυτό της σαν καλαθάκι απ΄αυτά που μπερδεύουν με τέχνη εδώ γύρω από το ανύπαρκτο κέντρο τους, καταλήγει ή ξεκινάει από μια πηγή στην ρίζα του χωριού, μένει γεμάτη χρώματα

οι διακοπές πεθαίνουν...

Φυσάει στο μπαλκόνι και θυμίζει νησί. Τραβάω την καρέκλα στην γωνία, αράζω, κλείνω τα μάτια και νιώθω το αεράκι να ελαφρώνει την κούραση της μέρας. Ανοίγω τα μάτια, περιμένω να δω τα φώτα του Κουμάρου, το περίγραμμα του Ξώμποργου, προσγειώνομαι, εδώ είναι πρωτεύουσα, δεν είναι παίξε-γέλασε. Σεπτέμβρης κιόλας μεσ΄το μυαλό μου, οι διακοπές έχουν πάψει, ο θάνατος που κουβαλάνε πάνω τους είναι εδώ, αγκαλιάζονται τα ζευγάρια στο κατάστρωμα μόλις αρχίζει και φαίνεται το λιμάνι της επιστροφής, η πόλη χτυπάει τα πρώτα γκρίζα της χαστούκια στις μαλακωμένες απ΄ τον ήλιο και την θάλασσα ψυχές, η κούραση επιστρέφει σαν να μην έφυγε ποτέ. Ο γιός μου μελαγχολεί από την επόμενη μέρα, ξεγελιέται με τα παιχνίδια που τού έλειψαν, με τις παραμορφωμένες παιδικές εκπομπές, με τους φίλους που βρίσκει στο πάρκο. Άνδρες γαρ, πόλις. Είκοσι και μία του μηνός Ιουλίου του δισχιλιοστού και δεκάτου έτους από αυθαιρεσίας μηδενισμού του κοντέρ της ιστορίας. Όλα μοιάζουν ξαναειπωμένα, ξαναδιαβασμένα, ηχώ αειπ