Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

ΚΕΛΛΙΑ - ΚΟΡΗΣ ΠΥΡΓΟΣ


"Γράφτο", μου λέει, 
"Τι να γράψω του λέω; Την διαδρομή που έκανε καθημερινά η μάνα μου και μετά η θειά μου για να αρμέξουν τα κατσίκια στα Κακόβουλα;"
"Ρε γράφτο", μου λέει, "βάλε και καμιά φωτογραφία, μια χαρά είναι, ποιος περπατάει κει πέρα τώρα πιά εκτός από κανέναν κυνηγό, γράφτο". 

Ε, ας το γράψω, είπα κι εγώ. Νοέμβρη μήνα να γράφω για Αυγουστιάτικη βόλτα. Ποιός ενδιαφέρεται...
Τέλος πάντων...

Ξεκίνησα που λέτε να πάω μέχρι της Κόρης τον Πύργο από τα παλιά μονοπάτια, περπατητό, σιγά σιγά και με καλή οργάνωση, δηλαδή, νερό, δεύτερο μπλουζάκι, καλάμι, νερό, σακίδιο και όλα τα σχετικά (έτσι νόμιζα, δηλαδή).

Διάλεξα το μονοπάτι 10 με ένα κόκκινο τετράγωνο δίπλα του, που με πληροφορούσε κάθε φορά που πέρναγα από αυτό το σημείο ότι η απόσταση μέχρι της Κόρης τον Πύργο ήταν δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά. 

Μια χαρά, λέω μέσα μου, πόσο πιά να καθυστερήσω (παρακάτω θα δείτε γιατί δεν έπρεπε να καθυστερήσω), πόσες φωτογραφίες να βγάλω, πόσο νερό να σταματήσω για να πιώ!

Εκεί λοιπόν, γύρω στις 16:44 (μιλάμε για τέτοια ακρίβεια στην χρονομέτρηση) πέρασα εμπρός από την πινακίδα και τράβηξα για πίσω. 

Πρόσθεσα (νοητά) και τις δύο ώρες και δεκαπέντε λεπτά, και βρήκα ότι στις 18:59, πές 19:00 που στα ελληνικά είναι εφτά η ώρα, θα είμαι στης Κόρης τον Πύργο. 
Τώρα γιατί έφτασα στις οκτώ παρά δύο θα το δούμε παρακάτω. Πώς δηλαδή κατάφερα και πρόσθεσα μία ώρα επιπλέον σε αυτά τα εφτάμιση χιλιόμετρα. Που κανονικά ούτε εφτάμιση δεν είναι τα χιλιόμετρα, λιγότερα είναι, αλλά θα το δούμε και αυτό παρακάτω.


Μαθαίνοντας από προηγούμενα σφάλματα είχα πάρει μαζί δύο μπλουζάκια, ένα που φόραγα και ένα για να αλλάξω άμα ίδρωνα. 

Στο μαγαζί που πήρα το σακίδιο βέβαια, ο πωλητής με πέρασε για κορόιδο και ήθελε να με φορτώσει με ένα μπλουζάκι ειδικό για περπάτημα που ιδρώνεις και ξεϊδρώνεις αμέσως, στην τιμή των εικοσιτριών ευρώ

Λέω μέσα μου, ένα μπλουζάκι εικοσιτρία ευρώ, τι διάολο ποια τόχει πλέξει; η βασίλισσα της Αγγλίας και κάνει τόσο; Παίρνω δύο μαζί μου από αυτά που φοράω στην παραλία (δυόμιση ευρώ από Σκλαβενίτη) και καθαρίζω.

Βγήκα λοιπόν στο μπροστινό λαγκάδι, ευκολάκι μέχρις εδώ, προχώρησα για το πίσω λαγκάδι, χάρηκα που διαπίστωσα ότι ακολουθούσα σαν νορμάλ περιπατητής το μονοπάτι νούμερο δέκα...

...και συνέχισα στα γνωστά μέχρι την Αετοφωλιά...

...πέρασα πάνω απ΄το χωριό...

 ..συνέχισα μέχρι το λαγκάδι της Βρύσης...




...έριξα μια ματιά στην ανηφόρα που με περίμενε...

 ...πέρασα το γεφύρι...


...και μπήκα στο ανέβασμα έχοντας έναν τράγο μπροστά (το μαύρο ον που φαίνεται στο μονοπάτι), που με αγνόησε συστηματικά για όσην ώρα βαδίσαμε μαζί, εκείνος στα τέσσερα κι' εγώ στα δύο (μεγάλη διαφορά στην άνεση τα τέσσερα, οφείλω να παραδεχτώ)...

...και μετά από αρκετό ιδρώτα έφτασε το ίσιωμα που ακολουθεί κάθε ανηφόρα.

Κοίταξα πίσω και είδα αυτό:

Ωραία ήρθαμε μέχρις εδώ, είπα, πάμε παρακάτω.
Και έφτασα  στο πρώτο σημείο όπου αναρωτήθηκα για την ματαιότητα των πραγμάτων, της ύπαρξης και του νοήματος της ζωής. Αντικρίζοντας αυτές τις κοκκάλες, που βλέπετε εδώ: 


Αλλά, επειδή κανένας στον αιώνα τον άπαντα δεν έσωσε να δώσει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, συνέχισα και βγήκα μέχρι αυτό το τσιμεντένιο κουβούκλιο...

...όπου και χρειάστηκε να αλλάξω μπλουζάκι. 
Πέρασαν εικοσιτρία ευρώ από το μυαλό μου, θυμήθηκα τα δυόμιση που είχα δώσει για το δικό μου, το πέρασα στο σακκίδιο να στεγνώνει...

...και συνέχισα.

Και εδώ κάπου το μονοπάτι νούμερο δέκα με το κόκκινο τετράγωνο στο πλάι, γίνεται μια ανάμνηση, ένας νοητός σκοπός που έχασα με επιτυχία. 

Γιατί το μονοπάτι προφανώς ανεβαίνει για λίγο στην άσφαλτο, εγώ με την άσφαλτο έχω πολύ κακές σχέσεις και έτσι, πάει το μονοπάτι νούμερο δέκα με το κόκκινο τετράγωνο στο πλάι. 
Φεύγοντας από τον δρόμο είδα αυτή την εικόνα...
...την οποία και αναρτώ για να μπορέσετε και εσείς κάποτε αν θελήσετε, να χάσετε τον μονοπάτι με την ίδια ευκολία στο ίδιο ακριβώς σημείο.

Προτείνω να χάσετε το μονοπάτι. Και να δείτε μπροστά σας αυτόν τον περιστεριώνα...

...μετά να περάσετε αυτό το γεφυράκι...

...που ένας θεός ξέρει πότε φτιάχτηκε και μοιάζει με μυκηναϊκή γέφυρα...
...να διαπιστώσετε πως ντάλα καλοκαίρι το νησί καταφέρνει μετά από τόση ανομβρία και κρατάει τα νερά του...

...να δείτε πώς στέκει όρθιο ένα κομμάτι από το στόλισμα του περιστεριώνα...

...να ξεκουράσετε τα μάτια σας εδώ...

...και αν είστε παρατηρητικοί να πάρει το μάτι σας κάπου δεξιά ένα ξωκκλήσι, πίσω από το υπέροχο αυτό κτίσμα...

Προτείνω να ξεχάσετε την ώρα και την διαδρομή και να λοξοδρομήσετε μέχρις εκεί περνώντας μπροστά από τις παλιές δόξες της Τηνιακής υπαίθρου...

...για να βρεθείτε στο ξωκκλήσι του Άγιου Γεωργίου και του Άγιου Παντελεήμονα. 

Εδώ κάπου είναι ο πραγματικός θεός. 

Ο απλός και προσιτός, μακριά από φασαρίες και φωνές, έξω από φωτογραφίες και μοδάτες παραλίες, να στέκει και να απορεί, πώς γίνεται να έχει πέσει όλη η πρόσοψη στον απέναντι περιστεριώνα και κείνος να μένει ολόρθος.

Λες, τα πράγματα έτσι είναι, έρχονται και φεύγουν, άλλη εξήγηση δεν είναι για τα μέτρα μας, και συνεχίζεις και προχωράς στο μονοπάτι...

...φτάνεις εδώ...

...το αφήνεις πίσω και συνεχίζεις, γιατί στο τέλος κάτι καλό σε περιμένει.

Εδώ ήταν η δεύτερη φορά που βλέποντας αυτό το ψόφιο πουλάκι, αναρωτήθηκα ξέρετε γιατί, αλλά το ξεπέρασα γρήγορα, φαίνεται πως ζωή και θάνατος είναι απολύτως φυσικά εδώ έξω. 
Ίσως γι' αυτό να έχουμε αγαπήσει τον καναπέ μας τόσο πολύ. 


Πίσω μου τώρα, έβλεπα τον  Άγιο Παντελεήμονα και το Δρακονήσι...

...ενώ ταυτόχρονα διαπίστωνα ότι το μπλουζάκι δεν είχε στεγνώσει ακόμη...

...ενώ το δεύτερο έχει αρχίσει να ιδρώνει επικίνδυνα και σκέφτηκα πως θάπρεπε ο πωλητής να είχε επιμείνει λίγο περισσότερο. Ή να μου είχε κάνει μια έκπτωση.


Όλα καλά μέχρι στιγμής, ήμουν στην ώρα μου, αλλά ποιά νάταν η εκκλησία που έβλεπα από πάνω μου;

Οι Άγιοι Ανάργυροι ήταν, και πολύ χάρηκα που τους είδα από αυτή την γωνία.

Το μονοπάτι στην συνέχεια έχει πέσει...

...αλλά αν δεν είχε πέσει δεν θα έβρισκα αυτό εδώ...

...που μάλλον για καμίνι μοιάζει, όποιος το δει και ξέρει βοηθάει να συμπληρώσω την ανάρτηση.

Στην συνέχεια, θαύμασα την προνοητικότητα και την φροντίδα για τον συνάνθρωπο που δείχνουν ορισμένοι συμπολίτες μας. 
Κάποιος σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να άφηνε εδώ ένα αυτοκίνητο για κάποιον περιπατητή που μπορεί να κουραστεί να περπατάει και να θελήσει να το χρησιμοποιήσει για να φτάσει πιο γρήγορα. 

Μάλιστα, για να μην το σηκώσει ο δυνατός Τηνιακός αέρας τούχε βάλει και μια πέτρα στο κάθισμα. 

Απ’ ό,τι καταλαβαίνω όμως, κανείς δεν κουράστηκε τόσο ώστε να χρειαστεί το αυτοκίνητο, κι’ έτσι έμεινε το αυτοκίνητο και τόφαγε ο καιρός και ο ήλιος και η βροχή και ο αέρας. 
Κρίμα, γιατί είχε και κασσετοφωνάκι ROADSTAR που πήγε χαμένο και αυτό. 

Κρίμα και για την θυσία του συνανθρώπου, πού να το φανταστεί, ας είμαι καλά που το βρήκα και το ανέδειξα ως θέμα.

Για τρίτη φορά βλέποντας ξανά κοκάλες...

...αναρωτήθηκα ξέρετε γιατί πράγμα, αλλά πλέον το είχα πάρει απόφαση, βράδιαζε κιόλας και τελείωσα με τις υπαρξιακές αναζητήσεις αμέσως.

Δείτε και τον ανακαινισμένο Άγιο Μικαέλ...

...και τις περίεργες κερκίδες στο πίσω χωράφι.


Και εδώ αγαπητοί, σε αυτή την συναισθηματική επιλογή («παιδικές αναμνήσεις και η προσπάθεια ανάκτησης των βιωμάτων της παιδικής ηλικίας», λέει το βιβλίο), βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος της παραπάνω ώρας και της επιπλέον απόστασης που έκανα. 

Πόσα χρόνια έχω να κατέβω τα Κακόβουλα; Σκέφτηκα. 

Δηλαδή δεν σκέφτηκα...

...μια στιγμιαία αναλαμπή ήταν και βρέθηκα να ροβολάω το μονοπάτι. 

Που ήταν εν μέρει μονοπάτι. 
Αλλά, πανέμορφο, ό,τι κι αν πει κανείς δεν μπορεί να περιγράψει την ομορφιά αυτής της διαδρομής αυτήν ακριβώς την ώρα που πέφτει ο Ήλιος...

...και που καταλήγει εδώ...



...σ' αυτή την τεράστια, αιώνια πλάκα...

...σ΄αυτές τις άδειες ποτίστρες...

...κι από κει, στην απέναντι πλαγιά...

...σε ένα όμορφο ανέβασμα...

...γεμάτο εικόνες...

...με τον Ήλιο να πέφτει γρήγορα...

...και να βάφει τις ξερολιθιές...

...στης Κόρης τον Πύργο...


Που τελικώς, για να μην μας πιάσει και το ρομαντικό μας, στης Κόρης τον Πύργο ήταν μια σημαία...

....κάτι σουβλάκια ξαπλωμένα στην ζεστασιά... 

...κάτι τυρόπιτες και κάτι μακαρονάδες...

....μαζί με κάτι ρακιά, κρασιά και κάτι μπύρες και περίμεναν παρέα... 

 ...με κάτι άλλους καθόλου πεινασμένους... 

....οπότε χαλάλι ο δρόμος και η αγωνία μου για την ματαιότητα των πραγμάτων.

Εδώ, τέλος, βλέπετε κάποιον άγνωστο που απλώς πέρασε και μας άφησε μια σκοτεινή φωτογραφία. Καλλιτεχνική και σχετική με την ματαιότητα των πραγμάτων και λοιπά και λοιπά...



Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ (1ο μέρος)

Ας πούμε λοιπόν ότι ο Πέτρος έχει έναν ραδιοφωνικό σταθμό. 

Και έστω ότι ο Πέτρος παίζει καλή μουσική

Όποιο είδος και αν θεωρήσουμε ότι τον ενδιαφέρει (ελληνικά, ξένα, τζαζ κλπ.), ο Πέτρος διαλέγει τα καλύτερα κομμάτια και όχι μόνον αυτό, αλλά, τα βάζει και στην σωστή σειρά, τα προλογίζει όπως πρέπει, σχολιάζει και γενικώς, κάνει καλό ραδιόφωνο. 


Με την βοήθεια της σελιδούλας στο facebook ο Πέτρος καταφέρνει και αυξάνει την ακροαματικότητά του. 

Και κάποια στιγμή οι μανατζαρέοι που ασχολούνται με τις μετρήσεις ακροαματικότητας ραδιοφωνικών σταθμών διαπιστώνουν την εξέλιξη του σταθμού. 

Πλησιάζουν λοιπόν τον Πέτρο και του κάνουν πρόταση να βάλει διαφημίσεις στις εκπομπές του. Αρχικώς σε χαμηλή τιμή για να τραβήξει διαφημιζόμενους "και μετά βλέπουμε..."

Ο Πέτρος δέχεται, και αρχίζει να βάζει σποραδικά μερικές διαφημίσεις στις εκπομπές του, χωρίς να αλλάξει το ύφος και την ποιότητα του ραδιοφώνου του.

Στην συνέχεια, και ενόσω η ακροαματικότητα αυξάνει, οι μάνατζερ που του δίνουν τις διαφημίσεις φέρνουν κι' άλλο κόσμο, "καλύτερους" διαφημιζόμενους (με πιό πολλά φράγκα) που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για να προσεγγίσουν το κοινό του Πέτρου.

Ο χρόνος των διαφημίσεων, μοιραία, αυξάνει εις βάρος της μουσικής, και οι εκφωνητές αναγκαστικά βάζουν στις εκπομπές τους κείμενα από τις διαφημίσεις των εταιρειών.

Και αυτό είναι η αρχή της αλλοτρίωσης.

Στο επόμενο στάδιο ακολουθούν "μετρήσεις" που δείχνουν ότι  τα αποτελέσματα των διαφημίσεων δεν είναι τα αναμενόμενα. 

Στο μεταξύ ο Πέτρος έχει προσλάβει και ένα-δυό άτομα με γνώσεις στην μουσική για να κάνουν ζωντανές εκπομπές, τα οποία άτομα έχουν και κάποιες χρηματικές απολαβές, τις οποίες, εάν χάσει τις διαφημίσεις, δεν θα μπορεί να συνεχίσει να καλύπτει.

Είναι η ώρα της τελικής άλωσης του σταθμού. 

Οι μανατζαρέοι (κοράκια) του λένε απροκάλυπτα ότι πρέπει να αρχίσει να βάζει και πιο εμπορική μουσική, να διευρύνει το κοινό που ακούει τον σταθμό. 
Του δίνουν μάλιστα και λίστες με τραγούδια που θα πρέπει να παίζει, και επιπλέον, ορίζουν τις ώρες και τις φορές που θα πρέπει να παίζονται.

Ο Πέτρος, αναγκαστικά, ακολουθεί τις προτάσεις (απειλές) των μανατζαρέων και ο σταθμός, προκειμένου να σταθεί στα πόδια του, στρέφεται σε άλλα μονοπάτια από εκείνα που είχε ξεκινήσει. 

Γίνεται ένας σταθμός που πλέον μοιάζει στους υπόλοιπους των ραδιοσυχνοτήτων, ή διαφέρει ελάχιστα, δεν είναι πιά ο σταθμός με την διαφορετική, καλή μουσική που ξεκίνησε.

Οι μανατζαρέοι τώρα αναγγέλλουν στον Πέτρο ότι δεδομένου ότι δεν έχει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στον ανταγωνισμό, δεν βλέπουν τον λόγο να συνεχίσουν να του δίνουν διαφημίσεις εκτός και αν χαμηλώσει τις τιμές του.

Ο Πέτρος πλέον δεν είναι ουσιαστικά αφεντικό της δουλειάς του, έχει προδώσει τα πιστεύω του και τα θέλω του, και είναι δεσμευμένος στις υποχρεώσεις του, πράγμα που έγινε χωρίς σχεδόν να το καταλάβει.

Απλό, απλούστατο παράδειγμα χειριστικής συμπεριφοράς της αγοράς προς τον έμπορο.

Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος της σπονδυλωτής ιστορίας μας.



Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ…

Αγαπητέ φίλε Γιάννη, μεγαλώνω και ξεχνάω. 

Έτσι γίνεται; Θα μου πεις όταν συναντηθούμε. 

Θα πρέπει όμως να το θυμηθείς εσύ να μου το πεις, γιατί εγώ ξεχνάω όπως σου είπα...

Πήγα κάπου στο νησί και δεν θυμάμαι τίποτε, αυτός είναι ο λόγος που θα χρειαστώ την βοήθειά σου. 

Εικόνες μόνον, έχω εικόνες που τις κοιτάζω και προσπαθώ να ανασυνθέσω την ημέρα, να θυμηθώ λεπτομέρειες, να αναχαιτίσω για λίγο την παραδοχή μέσα μου ότι, ναι, μεγάλωσα τόσο που δεν θυμάμαι πού βρισκόταν το μέρος που στάθηκα.

Πρωί πρέπει να ήταν όταν ξεκινήσαμε.

Θυμάμαι ένα αυτοκίνητο, με αρκετούς από μας μέσα, να τραμπαλίζεται σε έναν χωματόδρομο, θυμάμαι κάποιον να λέει "Ευλογημένος αυτός ο χωματόδρομος, κρατάει το μέρος καθαρό" και να μην καταλαβαίνω τί ήθελε να πει.

Ύστερα θυμάμαι τεράστια τετράγωνα πράσινου μαρμάρου απλωμένα δίπλα σε εκσκαφείς που μοιάζανε μικροσκοπικοί, σαν εκείνο το πλαστικό μπουλντοζάκι που έπαιζε ο γιός μου πριν αρκετά χρόνια.

Θυμάμαι ξεκάθαρα μια θάλασσα να ασπρίζει στα βράχια... 

...και μια κατηφόρα να καταλήγει εκεί όπου πηγαίναμε. 


Ύστερα πρέπει να βγήκαμε από το αυτοκίνητο και θυμάμαι πως είδαμε ένα παράθυρο που δεν είναι φτιαγμένο για να ανοίγει και ένα τραπεζάκι που ποτέ κανένας αέρας δεν θα παρασύρει. 

Είπα μέσα μου πως μάλλον δεν έχω ξυπνήσει ακόμα, πως με πήρε ο ύπνος στο αυτοκίνητο και θα ξυπνήσω μόλις ανοίξουν οι πόρτες.


Αλλά, είμασταν ήδη εκεί. 
Σε ένα αγνώριστο μέρος, σε ένα άλλο νησί, σε ένα νησί επάνω στο νησί...


Τι είναι όλο αυτό, αναρωτήθηκα, πού ήταν κρυμμένο; 

Κομμάτια λευκού χωμένα εδώ και εκεί, σπασμένα από τους ίσκιους τους, ένα κομματάκι μπλε κάτω χαμηλά...

 ...δέντρα να ξεπετάγονται από βράχους...

...δέστρες...


...για καράβια που δεν είχαν φτάσει ακόμα...


...το μικροσκοπικό σπίτι κάποιου άγιου... 

...μονάχο του σε μιαν άκρη.

Ύστερα η ζέστη ανέβηκε και όλα έγιναν δυσκολότερα για μένα.

Άρχισα να βλέπω πρόσωπα να ξεπροβάλλουν από τα βράχια...

...ιστούς να διαπερνούν ανάερους πέτρινους σχηματισμούς...

...μια προτροπή σε μετάνοια ...


...ένα κόκκινο να χορεύει στον αέρα...


...καρέκλες να περιμένουν την συντροφιά τους όταν πέσει ο Ήλιος...

 ...ένα μαρμάρινο φινιστρίνι...

 ...δέκα διαφορετικά γαλάζια το ένα πάνω στο άλλο...

...και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, είδα καράβια νάχουν βγει στην στεριά...

...και μετά να κυματίζουν στον αέρα.


Ευχήθηκα ο ευλογημένος χωματόδρομος να αγριέψει κι άλλο, να μην αφήνει πολλούς να περάσουν, ευχήθηκα να μην φτάσει ποτέ η "ανάπτυξη" σε αυτό το μέρος, ούτε ομπρέλες, ούτε μουσική, ούτε καφέδες και ποτά σε πλαστικά.

Μόνον αυτά που βρήκα εδώ να ξαναβρώ.


Και το βουητό της θάλασσας.


Μη ρωτήσεις. Με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Δεν θυμάμαι άλλο. 

Ούτε πού ήταν, ούτε πώς πάνε μέχρις εκεί. 
Ξέχασα τα πάντα, ξαφνικά ξέχασα τα πάντα. 
Δικαιολόγησέ με, σε παρακαλώ. 

Μεγάλωσα, φαίνεται, και η μνήμη μου είναι σαν ανοιχτό παράθυρο που δεν μπορεί να κρατήσει τίποτε μέσα του.









Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Η ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Τι αξία έχει ένας άνθρωπος; 
Πόσο κάνει, ρε παιδί μου, ένας άνθρωπος; 
Έχει κανείς ιδέα; 
Μπα…

Βλέπεις, ούτε σκλαβοπάζαρα υπάρχουν στον σύγχρονο «πολιτισμένο» κόσμο (αν εξαιρέσουμε τις εργατουπόλεις, το τράφικινγκ, τα παιδιά των φαναριών, τους ρακοσυλλέκτες, τους πρόσφυγες, που ανήκουν στο ανταλλακτικό εμπόριο του τύπου «σας ρίχνουμε βόμβες και μας στέλνετε φτηνό εργατικό δυναμικό») ούτε και γράφει ο καθένας μας στο κούτελό του μια τιμή για να ξέρουμε.

Ας πούμε λοιπόν, για να προχωρήσει η κουβέντα, πως η αξία των ανθρώπων αποτιμάται στον σεβασμό που τους οφείλουμε.

Ποιός όμως σεβασμός; 

Υπάρχει ένα μέρος σεβασμού κοινό προς όλους, σαν οφειλή προς την κοινότητα των ανθρώπων, και ένα μέρος σεβασμού που προκύπτει από τις μεταξύ μας σχέσεις. 

Άλλη αξία έχει για μένα ένας φίλος και άλλη αξία ένας τυχαίος περαστικός. Απλό, κατανοητό, και δεκτό σαν σκέψη, υποθέτω.

Πάμε παρακάτω. 

Άλλη αξία έχει ένας τυχαίος περαστικός στην πόλη και άλλη αξία ένας τυχαίος περαστικός στο χωριό. 

Ο πρώτος είναι απολύτως ξένος, ενώ ο δεύτερος είναι τουλάχιστον γνωστός. 

Σε ένα χωριό διακοσίων, τριακοσίων ανθρώπων, όλοι γνωρίζονται λίγο πολύ, όλοι έχουν μια καλημέρα. 

Που σημαίνει ότι αν καλημερίσεις αυτούς που θα συναντήσεις στο χωριό δεν θα παραξενευτεί κανείς, ενώ αν κάνεις το ίδιο στην πόλη θα σε περάσουν για βλαμμένο.

Η αξία των ανθρώπων, λέω εγώ τώρα μέσα στο μυαλό μου, δεν μεταβάλλεται, αλλάζει απλώς ο τρόπος που την αντιλαμβανόμαστε.

Για τους ποντικούς της πόλης, εμένα δηλαδή και όλους τους τσιμεντανθρώπους της απέραντης φυλακής μας, η αξία του γείτονα είναι άμεσα συνυφασμένη με την ενόχληση ή την δυσφορία που πιθανόν να προκαλέσει. 

Ο από πάνω γείτονάς μου είναι καλός για όσο διάστημα δεν βροντάει τα πόδια του, δεν σέρνει τα έπιπλα, δεν σπάει ο θερμοσίφωνάς του. 
Ο από δίπλα γείτονάς μου είναι καλός όταν δεν λερώνει τον διάδρομο στον όροφό μας. 
Ο από κάτω γείτονάς μου είναι καλός όταν δεν διαμαρτύρεται που βροντάω τα πόδια μου, που σέρνω τα έπιπλά μου ή που έσπασε ο θερμοσίφωνάς μου.

Σχετικά όλα, αλλά το κοινό συμπέρασμα είναι ότι στην πόλη δεν υπάρχει κάτι άλλο κοινό εκτός από τον χώρο που νεμόμαστε μεταξύ μας, δεν υπάρχουν κοινές γιορτές, δεν υπάρχουν κοινές εκδηλώσεις, δεν υπάρχουν κοινές υποχρεώσεις, δεν υπάρχουν κοινές οφειλές προς το κοινωνικό σύνολο. 

Αυτά τα «δεν» είναι που οι κοινωνιολόγοι λένε «απομόνωση των μεγαλουπόλεων».

Πώς να στήσεις ένα καλοκαιρινό γλέντι στο χωριό αν δεν βασιστείς στους άλλους; (εδώ ήθελα από την αρχή να καταλήξω...)


Αν δεν συνεργαστείς, αν δεν συντονίσεις και δεν συντονιστείς, αν δεν τρέξεις και αν δεν σε τρέξουν, χωρίς αρχηγούς και υφισταμένους, πώς θα γίνει να στήσεις τον μεγαλύτερο χορό συλλόγου στο νησί; 


Βασίζεσαι στον δίπλα που βασίζεται σε σένα και εμπιστεύεσαι τον παραδίπλα που υποσχέθηκε πως θα κάνει αυτό, και τρέχεις γιατί τρέχουν όλοι όταν πρόκειται για κάτι κοινό, για κάτι που αφορά μια αφηρημένη οντότητα, ένα χωριό, τα Κελλιά (Καλλονή για τους μοδάτους), που όμως αν το καλοσκεφτούμε, τι είναι το χωριό αν όχι οι άνθρωποί του;

"Άνδρες γαρ πόλις", έλεγε ο Αριστοτέλης και το κατάλαβα πολλά χρόνια αφότου το είχα διαβάσει. 

Όπου είναι η κοινότητα των ανθρώπων, εκεί είναι και το χωριό. 

Άρα, αν θεωρώ, έστω και υποσυνείδητα, το χωριό σαν πρόσωπό μου, τότε αντιλαμβάνομαι και την αξία του συντοπίτη (που επίσης βλέπει το χωριό σαν το δικό του πρόσωπο) με διαφορετικό τρόπο, με μέτρο τα κοινά που μας φέρνουν κοντά.

Αυτό βέβαια, δεν θέλουμε να το δεχτούμε εμείς οι ποντικοί της πόλης, δε θέλουμε, ρε αδερφέ, να αντιληφθούμε το γεγονός της συσπείρωσης γύρω από έναν κοινό σκοπό. 

Για μας, κάποιοι, κάπου, κάπως, ετοιμάζουν τον χορό που θα πάμε να γλεντήσουμε και τέρμα, ως εκεί, δεν θέλουμε να ξέρουμε παραπέρα. Δεν έχουμε λόγο να μπούμε στην θέση τους, ήρθαμε για διακοπές και φτάνει. 

Έχουμε άλλο τρόπο σκέψης, που δεν μας αφήνει να κατανοήσουμε πως η επικοινωνία που έχει χαθεί στην πόλη βγαίνει σαν ξινίλα στα μούτρα μας

Δεν θυμόμαστε καν πότε ήταν η τελευταία φορά που κάναμε κάτι συλλογικό με ανθρώπους που δεν ήταν φίλοι ή συγγενείς. 
Και φυσικά, είμαστε έτοιμοι να κάνουμε κριτική σε όλους τους άλλους, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι κριτική κάνουν αυτοί που δεν θέλουν να κάνουν τίποτε άλλο.

Ξεχνάμε ότι όλο αυτό το οποίο συνδράμουμε με το κόστος ενός εισιτηρίου και μερικών λαχνών, δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεκινήσει από τα σπίτια της πόλης γιατί μέσα στα κλουβιά μας υπάρχει το τρομακτικότερο αντικείμενο του σύγχρονου πολιτισμού: 
Ο καναπές...

Ο καναπές μας, εμάς των ποντικών της πόλης, είναι κάτι σαν τις μαύρες τρύπες του σύμπαντος που ρουφάνε και εκμηδενίζουν πλανήτες ολόκληρους. 

Έτσι και ο καναπές μας ρουφάει μέσα του ιδέες, καταστάσεις, προσπάθειες, ανθρώπους, τα εκμηδενίζει, τα κάνει φύλλο και φτερό και μετά τα καταπίνει με μόνο σκοπό να κρατήσει πάνω του τον ιδιοκτήτη. 

Και που όσο κρατάει τον ιδιοκτήτη πάνω του, τόσο περισσότερο γουβώνει.

Και όσο περισσότερο γουβώνει, τόσο περισσότερη ελκτική δύναμη αποκτάει.

Τι να καταλάβω βλέποντας από το βάθος του καναπέ μου δέκα-είκοσι άτομα να τρέχουν σαν τους παλαβούς πάνω κάτω για μέρες σε κάθε στιγμή του ελεύθερου χρόνου τους προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο χορός του συλλόγου; 

Πώς να νιώσω τις αγωνίες τους για το κάθε τι που θα μπορούσε να πάει στραβά; 
Θα φτάσουν τα ποτά και τα φαγητά, θα ξεμείνουμε, ή θα περισσέψουν; 
Θα βρέξει; 
Θα φυσάει; 
Πού αλλού έχει χορό εκείνη τη μέρα; 
Θα έρθει κόσμος;


Από το βάθος του καναπέ μου αναφωνώ, Τέλος καλό όλα καλά. Ευτυχώς, ήταν πάλι όλοι μαζί, μια παρέα, μια συντροφιά, μια προσπάθεια, ένα πρόσωπο που βγήκε πεντακάθαρο, μια ακόμη επιτυχία στο ενεργητικό του συλλόγου.

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...