Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

ΤΑ ΘΕΙΑΦΙΑ

"Φτώχεια είχε πάντα. 
Τότε όσα παθαίναμε, τα παθαίναμε από την έλλειψη, δεν είχε ο κόσμος, η φτώχεια ήταν φτώχεια. Σήμερα όσα παθαίνουμε, τα παθαίνουμε απ΄την περίσσεια που μάθαμε νά 'χουμε. 
Έλεγε ο μπαμπάς μου: 'Σπίτι όσο χωρείς και χωράφια όσα μπορείς...'
Φτώχεια... Να μην έχουν οι άνθρωποι ν' αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα. 
Σπίρτα! Πού λεφτά για σπίρτα...
Κάθονταν, λοιπόν, και φτιάχναν θειάφια. Ξέρεις τί 'ναι τα θειάφια; Να σου πω.
Έχεις τη φωτιά στο τζάκι για να μαγειρέψεις, να ζεστάνεις νερό ας πούμε.
 Άμα χαμηλώσει η φωτιά, να μην καίει πολύ, θέλει χαμηλή φωτιά για να κάνεις θειάφια,
παίρνεις μια κουτάλα από 'κείνες που έχουμε για να ανακατεύουμε το φαγητό και βάζεις μέσα θειάφι, σκόνη που ρίχνουν στα λουλούδια και στα ζαρζαβατικά. Την βάζεις πάνω στη φωτιά, μα δεν πρέπει να καίει γιατί θα πάρει φωτιά το θειάφι και θα καεί απότομα.
Μετά από λίγο βλέπεις που το θειάφι αρχίζει και λειώνει λίγο-λίγο...
...μέχρι που γίνεται όλο σα νερό.
Παίρνεις τότε ένα σπάγκο μάλλινο και τον βουτάς μέσα στο θειάφι κι' έχεις κι' ένα ξυλαράκι με μια διχάλα για να το κρατάς μέσα να ποτίσει καλά, το τραβάς σιγά-σιγά...
...και τ' αφήνεις να στεγνώσει. Στεγνώνει αμέσως.
Στο τζάκι τώρα, αφήνανε πάντα ένα κάρβουνο αναμμένο, το σκεπάζανε με στάχτη για να μένει αναμμένο κι΄ άμα θέλανε, λοιπόν, να ανάψουνε φωτιά ή ν' ανάψουνε το τσιγάρο τους, βάζανε την άκρη κοντά στο κάρβουνο...
...και 'κείνο άναβε και κάναν τη δουλειά τους.


Αφήγηση και αναπαράσταση, Αδελαΐς Παπαδοπούλου (το γένος Αρμάου), Κελλιά, καλοκαίρι 2012.







 

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ...

Δεν είναι η τέχνη της σχολής καλών τεχνών
κι' ας ξεκίνησε από 'κεί μέσα,
ούτε είν' η τέχνη των κριτικών και των υπερφωτισμένων γκαλερί,
δεν έχει ανάγκη τουαλέτες και στιλβωμένα λουστρίνια,
χαμόγελα μαριονέτας και ευγενικές προσφωνήσεις,
δεν περιγράφεται σε κανέναν οδηγό τέχνης,
δεν την αναφέρει κανένας εραστής τής τέχνης,
δεν την κολακεύουν κυρίες
με τον ρόλο του αγάλματος της ελευθερίας μ' ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι,
 
δεν την κανακεύουν ονομαστοί καθηγητάδες και
επαγγελματίες εντοπιστές ελαττωμάτων σε δουλειές αλλωνών,
δεν την ξέρει κανείς,
ούτε καν εκείνοι που την ασκούν...
Δεν είναι η τέχνη που ερμηνεύει ή αποτυπώνει ή ζητάει να αμοίβεται για να υπάρχει.
Η δική μου τέχνη είναι η Τέχνη των αναγκεμένων για ζωή,
που χωρίς κανένα άλλο όφελος πέρα απ' της ψυχής
 
δεχτήκανε να πέσουν στο πιό ορμητικό ρέμα
που είναι η κατανόηση του τίποτα που είμαι δίχως την Τέχνη,
ο πόνος που μαζεύεται όσο δεν μπορώ να βγάλω από μέσα μου την αγωνία μου,
είναι η Τέχνη που ωρύεται στις καθημερινές κωδωνοκρουσίες πως
δεν μπορεί να είναι μόνον αυτό όλη η ζωή
πρέπει να υπάρχει κι' άλλο,
κρυμμένο
τρομαγμένο
άφαντο 
από τα τρομερά βλέμματα της τραγικότητας που'χει μέσα της η επανάληψη.
Είναι η Τέχνη εκείνων που τέλειωσαν σαν "άλλοι"
και θέλουν να γίνουν "εαυτοί" και να δηλώσουν
πως είναι εδώ
όσο κι' αν τα όνειρα και η ζωή δεν πάνε όπως θέλαν
όσο κι' αν οι ίδιοι θεωρούν το παιχνίδι
εκ των προτέρων χαμένο
όσο κι' αν αυτό τους γεννάει κάθε στιγμή
μιαν τεράστια έκπληξη για τον ίδιο τους τον εαυτό
το μεγάλο μέσα τους, που τόσο καιρό έμενε στο υπόγειο
και τώρα δίνει αυτά που έχει να δώσει με ειλικρίνεια και απόλυτη διαύγεια
χωρίς φόβο
χωρίς ελπίδα
δίχως καμμιάν απολαβή πέρα
από την απλή δήλωση της παρουσίας εδώ,
στο φως. 
Απλώς.


Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

ΣΤΗΝ ΠΕΛΕΚΑΝΙΑ

Άντε, σήμερα θα σας πάω μέχρι το λαγκάδι της Χαλακιάς, που πάνω ψηλά φτάνει μέχρι στης Κόρης τον Πύργο και καταλήγει ανάμεσα στους όρμους Βαθύ και Μαντρισιά, στον Σκαλό Γυαλό.
Η διαδρομή έγινε κάτω από εκτυφλωτικό Ήλιο, ιδρώσαμε, στραβοπατήσαμε, πισωδρομήσαμε πολλές φορές για να βρούμε το κατέβασμα, και την ευχαριστηθήκαμε μέχρι την τελευταία σταγόνα νερού στο σακκίδιό μας. Ο ξάδερφός μου κι' εγώ.
Δεν ξέρω τί να γράψω. 
Ένας απλός περίπατος από τον Άγιο Πέτρο της Χαλακιάς μέχρι απέναντι από την Πελεκανιά, το σημείο δηλαδή, όπου πελέκαγαν για να βγάλουν πέτρα. 
"Αγάλι-αγάλι, βρε παιδιά
ν' ανοίξουν τα πανιά μας
να βγούμε στο Σκαλό Γυαλό 
μεσ' την Πελεκανιά μας." 
Αυτή είναι η εικόνα στο ξεκίνημα. Κατάλευκοι άξαχες, κατοικιά, καταστέγια και μάντρες. Στο βάθος δεξιά ο γκρίζος γίγαντας είναι τα Καμπιά.
Τί να σας πώ... Γιατί κάποιος φωτογραφίζει τρείς άξαχες που λάμπουν στον Ήλιο; 
Δεν έχω ιδέα. 
Ίσως γιατί η μνήμη είναι κοντή και δεν φτάνει μέχρι το ράφι που τής ζητάμε κάθε φορά να τεντωθεί για να μας φτάσει μιά συγκεκριμένη λεπτομέρεια.
Ή μήπως εσείς θα περνάγατε από αυτά τα χαλάσματα χωρίς να κλέψετε μιάν εικόνα, που δεν είστε σίγουροι πως ο Χρόνος που τρώει τα παιδιά του, δεν θα στείλει την βροχή και τον αέρα να τα σβήσουν μιά για πάντα..;
Δεν θ' απορούσατε για το πόσοι νοματαίοι χρειάστηκαν για να σηκώσουν αυτό το πλαγκόνι και να το βάλουν στην θέση του;
 Δεν θα σας έκλεβαν την ματιά αυτά τα σχήματα στην στέγη του κατοικιού, όπου φαίνονται ξεκάθαρα γυμνές οι πλάκες της οροφής, χωρίς το κυλινδρισμένο χώμα..;
Πώς θα περνάγατε από το σημείο όπου ο δρόμος εκμεταλλεύεται με αυτόν τον τρόπο έναν φυσικό σχηματισμό για να ξεκουράσει για λίγο πεζούς και ζωντανά...
Αλλά πάλι μπορεί και να γίνομαι υπερβολικός. Δεν σημαίνει πως επειδή μου φάνηκε παράξενο το χτίσιμο αυτής της μάντρας, που δεν μοιάζει με καμμιάν άλλη στην περιοχή, ούτε όμως και με κάποιο ρεπάρο για τα ζώα, θα πρέπει και όλοι να εκστασιαστούν μπροστά στην εικόνα αυτήν.
Δεν έχω αντικειμενική γνώμη ούτε καν για αυτό το θέαμα, που αντικρύζει κανείς μόλις πλησιάσει προς τον μικρό όρμο, στον Σκαλό Γυαλό.
Με καθηλώνει ο γκρίζος όγκος, τα πέτρινα σπίτια που πρέπει να κυττάξει κανείς πολύ προσεκτικά για να τα διακρίνει επάνω στην πλαγιά, τα διάφανα νερά που λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνειά τους φαίνονται τα ίχνη των τελευταίων εξορύξεων, εδώ, στην Πελεκανιά.
Πώς να μείνω λοιπόν, αντικειμενικός την στιγμή που φωτογραφίζω άλλο ένα αλώνι στη μέση του πουθενά, ίδιο με δεκάδες άλλα, μα και ξεχωριστό για τον μεγάλο επίπεδο βράχο στο κέντρο του που όρισε τον τόπο τής κατασκευής του, μοναδικό για το θέαμα που έβλεπαν αυτοί που αλωνέβγαν εδώ μέσα...
Θα πεις, με αυτό το σκεπτικό δεν θα πρέπει να κάνεις τίποτε άλλο παρά να τραβάς διαρκώς φωτογραφίες από κάθε τι που συναντάς στο διάβα σου. Μα, αυτό ακριβώς κάνω. Κρατάω τα πάντα γιατί δεν είμαι σίγουρος αν θα συνεχίσουν να υπάρχουν για να τα δει οποιοσδήποτε αύριο. Για πόσα χρόνια ακόμη νομίζετε πως θα ακουμπάει στις σφήνες του αυτό το καλάμι που πάνω του κρέμαγαν ένας Θεός ξέρει τί τ' αφεντικά..;
Κάθε πληροφορία για τον τόπο του, ο καθένας πρέπει να την φυλάει σαν θησαυρό. Είναι το κομμάτι της ιστορίας των απλών ανθρώπων, που ακόμη μπορεί να αγγίξει και όχι κάποια αποστειρωμένη ακαδημαϊκή θεωρία με σχόλια από κάποιον μισθωτό επαγγελματία καθηγητή. 
Είναι το μέλι των γκρεμών και της ξερολιθιάς, που πάντα θα υπερέχει από το μέλι του ραφιού του σουπερ-μάρκετ.
Κυττάξτε ξανά. Πώς μοναχά ένα γκρι μπορεί να έχει τόσο βάθος, να είναι τόσο φωτεινό, αυτό, το χρώμα των ίσκιων..;
Δεν ξέρω... 
Ειλικρινά δεν ξέρω και δεν μπορώ να βάλω με το μυαλό μου τη μέρα εκείνη που τελευταία κατοικήθηκε ετούτο 'δω το κατοικιό.
Δεν θέλω να φανταστώ την τελευταία φωτιά να σβήνει σ' αυτό εδώ το τζάκι. 

Θα πεις, φεύγουν οι άνθρωποι κάποτε, κάποτε ερημώνει κι' ο τόπος και άλλα, καινούργια έρχονται να πάρουν τη θέση τους, να αλλάξουν τον άνθρωπο κι' ο άνθρωπος να τ΄αλλάξει με τη σειρά του κι΄ αυτός. Το λέω αυτό στον εαυτό μου καμμιά φορά για να τον ξεγελάω, μα 'κείνος δεν πάει βήμα παραπέρα. 
Κολλάει εδώ, να κυττάζει ώρα ατελείωτη τούτον εδώ τον φούρνο τον χτιστό μέσα στο κατοικιό, την ομορφιά τής μέρας τής ίδιας και των διαδικασιών της χτισμένη πάνω σε κάθε μιά πέτρα, τον τεχνίτη που ακόμη κρύβεται μέσα στην μικρή θυρίδα και δεν ακούει ό,τι κι' αν του λέω...
Ρίχνω μια ματιά στο κατοικιό της Πασάδαινας και του μπάρμπα-Μάρκου. Θυμάμαι τον Αβραάμ να λέει ιστορίες με την λάμπα έξω, στο ξύλινο τραπέζι, τον Μπέμπη να τραγουδάει καντάδες, νιώθω το τσίμπημα από τ' άχερα που περνάν το σεντόνι κάτωθέ μου καθώς πέφτω να κοιμηθώ στον αχερώνα, μυρίζω την ακονιζιά που την ταράζει το νερό που τρέχει μέσα στο μονοπάτι από πάνω και βάζω να πιώ μια γουλιά από το ρακί που τότε δεν πάσκαζα...

Αν δεν σου μιλάει ο τόπος, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό, απλώς, προσπάθησε να μην τον προσβάλλεις με την στάση σου.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ο φόβος είναι πίσω μας ακριβώς, μας πάει καταπόδας, δεν μας αφήνει λεπτό πραγματικά ελεύθερους. 


Κι’ όταν δεν μας βρίσκει αυτός, ψάχνουμε εμείς να τον βρούμε, να τον συναντήσουμε και...

...ή να τον νικήσουμε ή να τραπούμε μεγαλειωδώς σε φυγή μπροστά του σωζόμενοι την τελευταία στιγμή από τα χέρια του, όπως ακριβώς κάνει ο ήρωας στις αμερικάνικες ταινίες. 

Από παιδιά ακόμη αρεσκόμαστε σε ιστορίες που μας κάνουν να μας σηκώνεται η τρίχα, βάζουμε στα παιχνίδια μας την πάλη με τον φόβο.

Κι΄όταν πάλι μεγαλώσουμε, γυρεύουμε τον φόβο σε παιχνίδια "για μεγάλους" που πάνε την αδρεναλίνη στα ύψη, κάθε φορά και περισσότερο. 
Παίζουμε με τον ελεγχόμενο φόβο για να αυταπατώμαστε γύρω από το ποιός είναι το αφεντικό στη ζωή μας. 

Κυνηγιόμαστε με τον φόβο γιατί, όταν αυτός είναι απών και τα νερά ηρεμούν, κάτι άλλο έρχεται στην επιφάνεια, τρομερό, άφατο, και ταυτόχρονα σίγουρο, πανταχού παρόν.

Πίσω απ΄όλους τους φόβους, ο κηδεμόνας όλων των φόβων είναι ο μεγάλος, ο υπέρτατος φόβος, που τρέφει όλους τους μικρότερους, τους κάνει αντικαταστάτες του, να τους παλεύουμε και να τους νικάμε, να νιώθουμε έστω και για λίγο νικητές. 

Αυτός είναι ο φόβος του θανάτου
Ο φόβος του να μην υπάρχεις πιά
Ο φόβος τού να μην μείνει πίσω σου ούτε ίχνος απ’ το περπάτημά σου πάνω στη Γη.
Κι’ έτσι, σε κάθε ευκαιρία που μας δίνεται προσπαθούμε να αφήσουμε κάτι, μερικές ψηφίδες της ζωής μας, κάτι που να μας θυμίζει στους ερχόμενους,  να τους φωνάζει πως από ‘δω περάσαμε και ‘μεις, ακόμη και γιατί απλώς χαράξαμε σε μάρμαρα και βράχους στη μέση τού πουθενά το όνομα ή τα αρχικά μας μαζί με την ημερομηνία (που τα κάνει απολύτως τραγικά), μια νεκρολογία χωρίς αντικείμενο, ένα μνημόσυνο για όλους όσους έφυγαν.

Όλη μας η ζωή είναι φτιαγμένη από μικρές, ασήμαντες φαινομενικά λεπτομέρειες, που όλες μαζί σωστά βαλμένες δίνουν την εικόνα μας. 

Ακριβώς, όπως εικονογραφούμε το υπερβατικό και το άγνωστο με τις θεότητες που το κατοικούν . 

Κατ' εικόνα και κατ' ομοίωσή μας.
Υπάρχουν και οι άλλοι, εκείνοι που προσπαθούν να πνίξουν τον φόβο του θανάτου σε μιά διαρκώς επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, σε μια ψευδαίσθηση ασφάλειας μέσα από την επανάληψη. 

Εκείνοι είναι οι πιό θλιβεροί και οι πιό ανόητα φοβισμένοι, με έναν στείρο, ατελέσφορο φόβο που καταντάει καρικατούρα του αυθεντικού φόβου. 

Αν ο φόβος μπορούσε να νιώσει, θα σιχαινόταν τον εαυτό του.   

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...