"Φτώχεια είχε πάντα.
Τότε όσα παθαίναμε, τα παθαίναμε από την έλλειψη, δεν είχε ο κόσμος, η φτώχεια ήταν φτώχεια. Σήμερα όσα παθαίνουμε, τα παθαίνουμε απ΄την περίσσεια που μάθαμε νά 'χουμε.
Έλεγε ο μπαμπάς μου: 'Σπίτι όσο χωρείς και χωράφια όσα μπορείς...'
Φτώχεια... Να μην έχουν οι άνθρωποι ν' αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα.
Σπίρτα! Πού λεφτά για σπίρτα...
Κάθονταν, λοιπόν, και φτιάχναν θειάφια. Ξέρεις τί 'ναι τα θειάφια; Να σου πω.
Έχεις τη φωτιά στο τζάκι για να μαγειρέψεις, να ζεστάνεις νερό ας πούμε.
Άμα χαμηλώσει η φωτιά, να μην καίει πολύ, θέλει χαμηλή φωτιά για να κάνεις θειάφια,
παίρνεις μια κουτάλα από 'κείνες που έχουμε για να ανακατεύουμε το φαγητό και βάζεις μέσα θειάφι, σκόνη που ρίχνουν στα λουλούδια και στα ζαρζαβατικά. Την βάζεις πάνω στη φωτιά, μα δεν πρέπει να καίει γιατί θα πάρει φωτιά το θειάφι και θα καεί απότομα.
Μετά από λίγο βλέπεις που το θειάφι αρχίζει και λειώνει λίγο-λίγο...
...μέχρι που γίνεται όλο σα νερό.
Παίρνεις τότε ένα σπάγκο μάλλινο και τον βουτάς μέσα στο θειάφι κι' έχεις κι' ένα ξυλαράκι με μια διχάλα για να το κρατάς μέσα να ποτίσει καλά, το τραβάς σιγά-σιγά...
...και τ' αφήνεις να στεγνώσει. Στεγνώνει αμέσως.
Στο τζάκι τώρα, αφήνανε πάντα ένα κάρβουνο αναμμένο, το σκεπάζανε με στάχτη για να μένει αναμμένο κι΄ άμα θέλανε, λοιπόν, να ανάψουνε φωτιά ή ν' ανάψουνε το τσιγάρο τους, βάζανε την άκρη κοντά στο κάρβουνο...
...και 'κείνο άναβε και κάναν τη δουλειά τους.
Αφήγηση και αναπαράσταση, Αδελαΐς Παπαδοπούλου (το γένος Αρμάου), Κελλιά, καλοκαίρι 2012.
Τότε όσα παθαίναμε, τα παθαίναμε από την έλλειψη, δεν είχε ο κόσμος, η φτώχεια ήταν φτώχεια. Σήμερα όσα παθαίνουμε, τα παθαίνουμε απ΄την περίσσεια που μάθαμε νά 'χουμε.
Έλεγε ο μπαμπάς μου: 'Σπίτι όσο χωρείς και χωράφια όσα μπορείς...'
Φτώχεια... Να μην έχουν οι άνθρωποι ν' αγοράσουν ένα κουτί σπίρτα.
Σπίρτα! Πού λεφτά για σπίρτα...
Κάθονταν, λοιπόν, και φτιάχναν θειάφια. Ξέρεις τί 'ναι τα θειάφια; Να σου πω.
Έχεις τη φωτιά στο τζάκι για να μαγειρέψεις, να ζεστάνεις νερό ας πούμε.
Άμα χαμηλώσει η φωτιά, να μην καίει πολύ, θέλει χαμηλή φωτιά για να κάνεις θειάφια,
παίρνεις μια κουτάλα από 'κείνες που έχουμε για να ανακατεύουμε το φαγητό και βάζεις μέσα θειάφι, σκόνη που ρίχνουν στα λουλούδια και στα ζαρζαβατικά. Την βάζεις πάνω στη φωτιά, μα δεν πρέπει να καίει γιατί θα πάρει φωτιά το θειάφι και θα καεί απότομα.
Μετά από λίγο βλέπεις που το θειάφι αρχίζει και λειώνει λίγο-λίγο...
...μέχρι που γίνεται όλο σα νερό.
Παίρνεις τότε ένα σπάγκο μάλλινο και τον βουτάς μέσα στο θειάφι κι' έχεις κι' ένα ξυλαράκι με μια διχάλα για να το κρατάς μέσα να ποτίσει καλά, το τραβάς σιγά-σιγά...
...και τ' αφήνεις να στεγνώσει. Στεγνώνει αμέσως.
Στο τζάκι τώρα, αφήνανε πάντα ένα κάρβουνο αναμμένο, το σκεπάζανε με στάχτη για να μένει αναμμένο κι΄ άμα θέλανε, λοιπόν, να ανάψουνε φωτιά ή ν' ανάψουνε το τσιγάρο τους, βάζανε την άκρη κοντά στο κάρβουνο...
...και 'κείνο άναβε και κάναν τη δουλειά τους.
Αφήγηση και αναπαράσταση, Αδελαΐς Παπαδοπούλου (το γένος Αρμάου), Κελλιά, καλοκαίρι 2012.