(Για όποιον θέλει το πρώτο μέρος της συζήτησης, μπορεί να το βρεί κάνοντας κλικ εδώ).
"Ύστερα που και που ανοίξανε οι δ'λειές άμα σταματήσαν οι πολέμ'.
Κατ' αρχήν ήταν οι πολυκατοικίες, που παγαίναμε που φεύγαμε. Πλερώναμε άλλος πενήντα, άλλος εξήντα χιλιάδες, άλλος εβδομήντα, αναλόγως την πολυκατοικία.
Για να πάνε θυρωροί, μέσα για να τρώνε και να δ'λέβγουν.
Να γραφτεί ένας μέσα κι' ο άλλος να δουλεύει όξω.
Εκείνη την εποχή ήταν εξήντα χιλιάδες. Αν ήταν πολλά λεφτά;
Ε, αμή, και πούν 'τα τα λεφτά, δανειζόνταν για να βρουν τα λεφτά για να παν σε πολυκατοικια θυρωροί. Δίναν αναλόγως την πολυκατοικία, αναλόγως τα δωμάτια. Αμέ...
Ύστερα αρχίσαν οι οικοδομές και φέυγαν ούλοι, απ' ούλα τα χωριά αδειάζαν, όταν βρήκαν δουλειές που χτίζαν, που κάναν σπίτια που κάναν πολυκατοικίες κι' ύστερα που χτίζαν, κι' 'ιβγαζιν το κράτος , ίβγαζιν ο μηχανικός, εκμεταλλευόταν και κάναν τη δουλειά τους αυτοί.
Ύστερα δουλεύαν όπως οι Αλβανοί. Πηγαίναν σ'ν οικοδομή κι' ύστερα πηγαίναν σ' άλλη μέχρι το βράδυ.
Γι' αυτό άδειασεν ο κόσμος και φύγαν όλοι. Τα 'γκαταλείψαν όλα, τα παρατήσαν όλα γιατί γυρέβγαν αλλού λεφτά, εδώ δεν βγαίναν...
Σ' όλα τα χωριά π' αδειάσαν, παντού...Το χρήμα αγρίεψεν...
Στην κατοχή ερχόνταν οι ξωμερίτες για δουλειά. Ε, οι ξωμερίτες ζουν από μάς. Οι ξωμερίτες το λεν όλοι, οι πιό παληοί που δεν έχουν πεθάνει, ε, κι' ό,τι κάναν οι παληοί οι νέοι δε το ξέρουν. Ερχόταν, φέρναν έπιπλα, φέρναν και 'μεις τους δίναμε είδος, πατάτες, κριθάρι, λάδια...Ε, δε φυτεύγαν, ε, δε βάζαν...
Στα καράβια ήταν παγαιμένοι πολλοί, ύστερα πηγαίναν στα καράβια. Ήτανε μαρμαράδ' που μαθαίναν. Κι΄έχει και νερά από 'κει μα δε φυτεύγαν... Εμείς δ'λέβγαμε από πολύ πιό νύχτα.
Εγώ σ'κωνόμουν το πρωί πήγαινα στο Μαρλά με τον Μαγ... Πηγαίναμε για πέτρες που ήταν τα μωσαϊκά.
Έχει νταμάρια, μαρμαράδ', έχει πολλά νταμάρια...
Τώρα ετελειώσαν τα μάρμαρα, τώρα μωσαϊκά δεν κάνουν. Θέλει ειδικό μάρμαρο για το μωσαϊκό. Από πίσω απ΄το Μαρλά έχει δρόμο και πάει κάτω στα Μάρμαρα. Παγαίναμε με τον Μαγ.. και φορτώναμε πέτρες και τις πήγαινε στην Αθήνα, στο Μαρούσι τα πήγαινε, πού'ταν οι μαρμαράδ' που χτίζαν, εργοστάσια ήταν και τ' αλέθαν, τα κάνανε ψιλό για μωσαϊκό.
Πήγαινα εκεί και πήγαινα και στα χωράφια. Πήγαινα και σ'ν Αθήνα. Ένα χρόνο δούλευα με το Ντουάρ απ΄τη Στενή, δεν τον ξέρ'ς 'συ τώρα πούχεν τα ταξιά. Ναι, ειχεν ταξί, όχι αυτός με την ταβέρνα, ο άλλος. Τον είχε απάνω οδηγό ο Μαγ.. για να μην τον κλέβουν, ένα χρόνο και παγαίναμε και φορτώναμε πέτρες κι' από 'κει πηγαίναμε στην Αθήνα τα ξεφορτώναμε στο Μαρούσι, κι από 'κει παγαίναμε στα εργοστάσια να φορτώσουμε μπακαλικής, εφορτώναμε ούλ' την Τήνο.
Χώρα, Αγάπ' Στενή, Φαλατάδο, στα Δυό Χωριά, Τριαντάρο, ούλα τα χωριά.
Τα ξεφορτώναμε και γραμμή πάλι πηγαίναμε και φορτώναμε πέτρες. Ύστερα μπήκε ένας Αλέκος, λέγονταν Ψάρρος, δούλευε στα λεωφορεία, και πάει απάνω και κάθεται άλλον ένα χρόνο.
Καΐκια; Τα καΐκια στην Κολυμπήθρα ήταν την εποχή που φορτώναμε άμμο. Φορτώναμε σ'ν Κολυμπήθρα την δικιά μας άμμο και παγαίναμε στον Μαρλά για να κόβουν σ΄ πέτρες, με σύρμα σ΄κόβγαν. Ήταν κάτω 'κει στον Μαρλά 'κει από πίσω. Ήταν με ρεύμα Ήταν με ρεύμα το σύρμα, με το σύρμα το κόβγαν το μάρμαρο, επαγαίναμε άμμο και βάζαν άμμο μέσα για να κόβει και για να σέρνει.
Ήμουνα στα Τ.Ε.Α. κι' έρχετ' η αστυνομία απ΄την Κώμη να μας σταματήσει να μην φορτώνουμε άμμο. Γιατί πως εν' τις Κωμ'τιανοί η άμμος, η άλλη η άμμο η απέναντι. Η μεγάλη άμμο είναι δική μας. Ήρθε η αστυνομία να μας σταματήσει.
Είμασταν εγώ, ο Μανώλης ο Γανωτζής, ο Φράγκαρος, ο Μπέμπης κι' ιφορτώναμε το καΐκ' . Ήταν ένα ιμκρό βαρκάκ΄με κουπιά, τρία βαρέλια είχιν, γιμώζαμε τα βαρέλια κι' ηπήγαινεν στο καΐκ' που ταν πιό βαθειά, είχεν ένα γάντζο κι' είχαν τα βαρέλια τρύπες πάνω επαιρνούσαν ένα σίδερο μέσα, τα σήκωνε κι' άδειαζε μέσ' το καΐκι την άμμο. Κι' ύστερα ξανάρχονταν πάλι και τα γιμώζαμε.
Απ' το πρωί μέχρι σ΄δυό, σ΄τρεις η ώρα. Ε, δεν ξέρω πόση άμμο ήθελε γιανα δουλέψει, έπαιρνε καμπόσο, συμπλήρωνε το καΐκι άμμο, πολλά βαρέλια.
Κι' έρχεται η αστυνομία να μας βγάζ' να μη ξαναφορτώσουμε. Έρχεται ΄κει ο ΄νωματάρχης μ΄ένα χωροφύλακα. Ε, τι κάν΄τε 'δω, να φύγετε από 'δω, λέμε γιατί να φύγουμε από 'δω, για ποιό λόγο; Λέει, δεν είν' ιθ'κιά σας η άμμο είν' της Κώμης.
Να μη στα πολυλογώ, ήταν ο Μανώλης ο Γανωτζής, ανάλαβεν το λόγο, τα χόντρυνεν με το 'νωματάρχη, διατάζ' ο 'νωματάρχης να τον συλλάβει ο χωροφύλακας τον Μανώλη.
Εγώ ήμουνα στα Τ.Ε.Α., είχα τον τρόπο, είχα εφτά χρόνια υπερεσία, λέω για σταμάτα , με ποιό δικαίωμα λες να τον συλλάβει, πού το βρήκες το δικαίωμα.
Ε, να μη στα πολυλογώ, λεώ τράβα φύγ'τε από δω χάμω, και δεν έν' της Κωμ΄τιανής η άμμο, η άμμο της Κωμ΄τιανής εν΄ απέναντι, τουτ' εν' δικιά μας, σ΄ Καλλονής.
Λέω, πήγαινε στην Καλλονή, στα Κελλιά, Κελλιά ήταν τότε, στο γραφείο της Κοινότητας να βρεις πού' ναι γραμμένο στην Κοινότητα την δικιά μας.
Σ'κώθκιν κ' ίφυγιν, ούτε ξανάρθε..."