Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επαγγέλματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα επαγγέλματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ...

Δεν είναι η τέχνη της σχολής καλών τεχνών
κι' ας ξεκίνησε από 'κεί μέσα,
ούτε είν' η τέχνη των κριτικών και των υπερφωτισμένων γκαλερί,
δεν έχει ανάγκη τουαλέτες και στιλβωμένα λουστρίνια,
χαμόγελα μαριονέτας και ευγενικές προσφωνήσεις,
δεν περιγράφεται σε κανέναν οδηγό τέχνης,
δεν την αναφέρει κανένας εραστής τής τέχνης,
δεν την κολακεύουν κυρίες
με τον ρόλο του αγάλματος της ελευθερίας μ' ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι,
 
δεν την κανακεύουν ονομαστοί καθηγητάδες και
επαγγελματίες εντοπιστές ελαττωμάτων σε δουλειές αλλωνών,
δεν την ξέρει κανείς,
ούτε καν εκείνοι που την ασκούν...
Δεν είναι η τέχνη που ερμηνεύει ή αποτυπώνει ή ζητάει να αμοίβεται για να υπάρχει.
Η δική μου τέχνη είναι η Τέχνη των αναγκεμένων για ζωή,
που χωρίς κανένα άλλο όφελος πέρα απ' της ψυχής
 
δεχτήκανε να πέσουν στο πιό ορμητικό ρέμα
που είναι η κατανόηση του τίποτα που είμαι δίχως την Τέχνη,
ο πόνος που μαζεύεται όσο δεν μπορώ να βγάλω από μέσα μου την αγωνία μου,
είναι η Τέχνη που ωρύεται στις καθημερινές κωδωνοκρουσίες πως
δεν μπορεί να είναι μόνον αυτό όλη η ζωή
πρέπει να υπάρχει κι' άλλο,
κρυμμένο
τρομαγμένο
άφαντο 
από τα τρομερά βλέμματα της τραγικότητας που'χει μέσα της η επανάληψη.
Είναι η Τέχνη εκείνων που τέλειωσαν σαν "άλλοι"
και θέλουν να γίνουν "εαυτοί" και να δηλώσουν
πως είναι εδώ
όσο κι' αν τα όνειρα και η ζωή δεν πάνε όπως θέλαν
όσο κι' αν οι ίδιοι θεωρούν το παιχνίδι
εκ των προτέρων χαμένο
όσο κι' αν αυτό τους γεννάει κάθε στιγμή
μιαν τεράστια έκπληξη για τον ίδιο τους τον εαυτό
το μεγάλο μέσα τους, που τόσο καιρό έμενε στο υπόγειο
και τώρα δίνει αυτά που έχει να δώσει με ειλικρίνεια και απόλυτη διαύγεια
χωρίς φόβο
χωρίς ελπίδα
δίχως καμμιάν απολαβή πέρα
από την απλή δήλωση της παρουσίας εδώ,
στο φως. 
Απλώς.


Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Στου Καβάση, στα Μπουρμπουνάδικα



Να ξεκαθαρίσω κάτι: απ’ όλα όσα διασχίζουμε στην περιπέτεια της ζωής μας, άλλα μας αγγίζουν και άλλα όχι. Άλλος γοητεύεται με την τζαζ κι΄άλλος δεν τη καταλαβαίνει. Ένας ανατριχιάζει στον ήχο του κλαρίνου κι’ άλλος το αποστρέφεται. Άλλος τέρπεται στην θέα των κατάφυτων ψηλών βουνών ενώ άλλος δεν μπορεί να είναι μακρυά από θάλασσα. 

Άλλος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς βιβλία και άλλος δεν γυρίζει σελίδα. Εκεί που κάποιος σιχαίνεται την βροχή, άλλος την νιώθει να του δροσίζει την ψυχή.
Κανείς δεν έχει την υποχρέωση να του αρέσει κάτι που δεν μιλάει στην ψυχή του, εκτός κι΄αν νιώθει την ανάγκη να παίζει έναν ρόλο σ’ όλη του την ζωή, αυτόν του «δήθεν».
Γιατί ο πρόλογος; Γιατί πάλι θα γράψω για έναν περίπατο στο νησί. Πάλι η ανάβαση ξεκινάει από γνωστό σημείο, αλλά καταλήγει αλλού. Δεν μπορώ να σας μεταδώσω το δέος που νιώθω πάνω σ’ αυτό το νησί και πιθανόν, να σας φαίνονται επαναλαμβανόμενα πολλά σημεία της ανάρτησης. Απλώς όμως, περιγράφω μια διαδρομή και όπου θυμάμαι, βάζω και την ακαριαία εντύπωση που μου δημιούργησε.
Πάμε λοιπόν να ανέβουμε στην περιοχή "στου Καβάση" και πιό συγκεκριμένα, στα "Μπουρμπουνάδικα".  Η ονομασία σε πολλούς θα θυμίσει το παρατσούκλι γνωστής και παληάς οικογένειας των Κελλιών, πράγμα απολύτως φυσικό αφού τα κατοικιά ανήκουν στην οικογένεια αυτή.
Από την Αγία Υπακοή κρατάω μόνον μία φωτογραφία, αυτήν που δείχνει την στήλωση του παμπάλαιου μονοπατιού. 
Σε κάποιο σημείο το μονοπάτι συνεχίζει για να βγει στην πλευρά που είναι το Πάγερ Λαγκάδι και που βλέπει το Κάστρο. Εκεί ακριβώς κάνουμε δεξιά και ακολουθούμε την μάντρα. Το νερό και φέτος αρκετό, ίσως περισσότερο από πέρυσι. 
Σ' αυτό βοήθησαν τα χιόνια. 
Από εδώ, αν ρίξουμε την ματιά μας στα δεξιά στην απέναντι κορυφογραμμή, βλέπουμε ένα απολύτως αναγνωρίσιμο σημείο, μια καυκάλα που μοιάζει νάναι μεγάλη.
Σας γλυτώνω από τον κόπο να πάτε μέχρι εκεί για να δείτε και μόνοι σας. Η καυκάλα είναι τεράστια. Στην αριστερή φωτογραφία άφησα τον εαυτό μου , απλώς για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος. Το πλάσμα που αιωρείται από πάνω μου ονοματίστε το όπως θέλετε. Στους αρχαίους χρόνους θα έμοιαζε με αητό που ανοίγει τα φτερά του να πετάξει. Το πάτωμα της σπηλιάς και ο γύρω χώρος είναι στρωμένα με βιρβιλιές κατσικιών, όπως φαίνεται και στην φωτογραφία.

Συνεχίζοντας στην ισοϋψή παρακάμπτουμε το φυσικό αυτό μαντρί και μετά από λίγα λεπτά φτάνουμε στη ρίζα του Πίσω Λαγκαδιού των Κελλιών.
Το λάστιχο που παίρνει το νερό από εδώ και το μεταφέρει για άρδευση σε χωράφια που βρίσκονται χαμηλότερα αποδεικνύει τον αγώνα που πρέπει να κάνει κανείς για να ανταπεξέλθει στην αδυναμία των αρχών να κρατήσουν και να αξιοποιήσουν τα πολλά νερά του νησιού. 
Δεν πειράζει, θα τα "αξιοποιήσει" η ΕΥΔΑΠ νήσων...

Δεν παραλείπω να κρατήσω ένα αλώνι με υπέροχο χτίσιμο και απίστευτη στήλωση. Θυμάμαι την μάνα μου: "Όποιος θέλει ν' αλωνέψει, στον άζουρα καθίζει!"
(άζουρας είναι το όρθιο τοιχείο που οριοθετεί το αλώνι).
Ανοίξτε την φωτογραφία σε ξεχωριστό παράθυρο και ζουμάρετε κοντά για να δείτε την λεπτομέρεια.
 
Πρέπει να καταλάβουμε ότι, η περιήγηση αυτή δεν γίνεται σε κάποιον αρχαιολογικό χώρο, σε κάποιο μουσείο, σε ένα νησί-φάντασμα, σε μια νεκρόπολη. 

Γινεται σε έναν χώρο που ήταν ζωντανός από παραγωγή, μεταποίηση, διακίνηση, ανάπτυξη, μόλις πριν από μερικά χρόνια..! 
Δεν έχει σαν σκοπό να θαυμάσουμε πόσο ωραία έχτιζαν ή πόσο μακρυά ήταν τα χωράφια τους και πόσο κόπο έκαναν για να προσποριστούν το καθημερινό τους και μετά, να αφήσουμε μια βαθειά ανάσα σουφρώνοντας τα χείλια και κουνώντας το κεφάλι να φύγουμε.
Ο στόχος είναι να γνωρίσουμε όσα δεν φτάνει το αυτοκίνητο και επειδή δεν τα βλέπουμε τα θεωρούμε ανύπαρκτα ή τουλάχιστον ασήμαντα. 
Ο στοχος είναι να δούμε ποιό είναι το πραγματικό παρελθόν του τόπου, το βάρος του ανθρώπινου μόχθου που είναι προφανές σε όποιον θελήσει να ανοίξει το μυαλό του και τα μάτια του να να αναρωτηθεί πότε φτιάχτηκε όλο αυτό, πόσες δεκαετίες χτιζόταν και συμπληρωνόταν ο σκελετός που κρατάει το χώμα, το νησί όλο απ’ το να φύγει για τη θάλασσα; 
Αφήνοντας τις σκέψεις πίσω και περπατώντας γρήγορα περνάμε τον αγκώνα τού βουνού και μπροστά μας παρουσιάζονται τα Μπουρμπουνάδικα. 
Κατοικιά και καταστέγια ανάμεσα σε φυσικούς σχηματισμούς ή, όπως θα δείτε παρακάτω, σκαλισμένα μέσα σ' αυτούς. 

Όσο πλησιάζουμε το τοπίο γίνεται εντυπωσιακότερο. 
Τα κατοικιά ξεχωρίζουν καθαρά και έχεις την εντύπωση πως από τις ανοικτές πόρτες κάποιος θα βγει να δει τι 'ναι τούτα τα βήματα που ακούγονται.
Το τελευταίο φως ξασπρίζει όσους απ' τους σοβάδες απόμειναν στις πλευρές που βλέπουν στο Νοτιά.
Το λαγκάδι έχει περισσότερο νερό από πέρυσι και αρκετά περισσότερο πράσινο.
Το κοπαδάκι άργησε να με αντιληφθεί και πρόλαβα μια γρήγορα φωτογραφία.
Από εδώ και πέρα όμως, το αίσθημα αρχίζει και βαραίνει...
Το μονοπάτι οδηγεί στο πρώτο σπίτι και η εγκατάλειψη ακουμπάει το βαρύ της χέρι πάνω σε κάθε εικόνα. Τα παράθυρα και οι πόρτες χάσκουν ανοικτά και στεγνά από ζωή, το ξερό δέντρο στην άκρη του μονοπατιού υπογραμμίζει με έμφαση την πραγματικότητα: ο τόπος δεν μπορεί να κατοικηθεί πλέον.
Το πρώτο σπίτι είναι αυτό που βλέπετε εδώ. Προσέξτε τον βράχο που έχει παραμείνει στην θέση του και που έχει ενσωματωθεί  στο κατοικιό.
Μπροστά ακριβώς από τον βράχο είναι η σωριασμένη πόρτα του κατοικιού. 


Αυτή είναι η θέα που έβλεπε η κυρά του σπιτιού από το παραθύρι της. 





Προχωράμε στο μονοπάτι και μπροστά μας εμφανίζεται το δεύτερο κατοικιό με τον σοβά του να έχει διατηρηθεί σε πολύ καλή κατάσταση.








 Σε μια λήψη από χαμηλότερα φαίνεται το χτίσιμο που οριοθετεί την αυλή επάνω σε μια προεξοχή του βράχου.




Απλά μαθήματα εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος χώρου και ενσωμάτωσης κτισμάτων μέσα σε αυτόν, δίχως να προσβάλλουμε την αισθητική και την λειτουργικότητά του.

Επίσης, και εδώ είναι το δυσκολώτερο, χωρίς να κάνουμε παρεμβάσεις με καταστρεπτικό ή αλλοτριωτικό χαρακτήρα...
Μιά λεπτομέρεια από το εσωτερικό του δεύτερου σπιτιού για να υπογραμμιστεί εμφατικά πλέον το "δέσιμο" του σπιτιού με τον περιβάλλοντα χώρο

Αυτή είναι η θέα που έβλεπε η άλλη κυρά από το παραθύρι της. Από εδώ φώναζε την άλλη για καφέ με παξιμαδάκι...
... και αυτή είναι η θέα που έβλεπαν και  οι δυό μαζί πίνοντας τον καφέ τους και ρίχνοντας μια ματιά κάτω, στο χωριό τους, στα Κελλιά. Στο βάθος φαίνονται οι κορυφές των σπιτιών της Βωλάξ και το μοναστήρι της Αγίας Πελαγίας.

Στην επάνω πλευρά του καταυλισμού βρίσκονται τα καταστέγια.
Λεπτομέρεια από το εσωτερικό ενός καταστεγιού με την ταΐστρα (ναι, καλά μαντέψατε...) σκαλισμένη στον βράχο.

Και στα πλαίσια του μαθήματος "Αρχιτεκτονική ενσωμάτωσης κτισμάτων στον χώρο" αποκλειστικά για ντόπιους, Ηροστρατικών καταβολών εργολαβίσκους , άλλες δύο φωτογραφίες...
















Στην κάτω πλευρά του οικισμού είναι τα πατητήρια, των οποίων τα αποδοχάρια κατέληγαν στο εσωτερικό αυτού του οικήματος,
που τότε φυσικά, ήταν γεμάτο με εξαίσιες μυρωδιές από μούστο και κρασί που ζυμώνεται, από την ζέστα της στροφιλιάς που αποστάζεται σταγόνα-σταγόνα για να γίνει το μοναδικό Τηνιακό ρακί με το ασύγκριτο άρωμα και την απαλή γεύση. 
Σας κούρασα. 
Τελειώνω με μιά σκέψη.
Πόσα χιλιόμετρα μάντρας διασχίζουν το νησί; πόσες δεκάδες χιλιόμετρα μονοπατιών πλέκονται πάνω του; σε πόσο απομακρυσμένα μέρη είχαν φτάσει για να καταφέρουν να ζήσουν; πόση αγάπη είχαν για τον τόπο τους, τελικώς ;! 

Η Τήνος είναι ένα μουσείο. 
Το μοναδικό μουσείο μιας ανθρώπινης, καθημερινής τέχνης. 
Μέχρι να το αντιληφθούμε αυτό και να αντιμετωπίσουμε ανάλογα, θα πρέπει κάθε στιγμή να είμαστε σε εγρήγορση. 
Οι τοπικοί άρχοντες θέλουν να δείξουν καλό πρόσωπο στους τσοπαναραίους τους και θα κλείσουν τα μάτια σε οτιδήποτε θα φέρει ανάπτυξη αλλά όχι άμεσα. 
Μείνετε άγρυπνοι. 
Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και καμμία κατάσταση δεν παγιώνεται αν δεν το θελήσουμε όλοι.




Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΣΤΑ ΚΕΛΛΙΑ

Όχι, δεν πρόκειται για περιγραφή της επίσκεψης κάποιου πολιτικού στο χωριό μας, λυπάμαι που σας απογοητεύω και ντροπή μου που έβαλα τόσο γενικόλογο τίτλο...
Δυστυχώς, απ' ό,τι φαίνεται, οι πολιτικοί μας διακοπίστηκαν αλλού κι' έτσι χάσαμε την μοναδική ευκαιρία να απολαύσουμε τις γεμάτες ενδιαφέρον για την πορεία του τόπου μας φάτσες τους...

Πίσω στο κυρίως θέμα μας και γρήγορα και να μην ξαναπιάσω τέτοια κατηγορία αντικειμένων στο στόμα μου...

Ο Καραγκιόζης, ο κανονικός και αξιοπρεπέστατος δηλαδή,  ήρθε στα Κελλιά για μια παράσταση στο θεατράκι του χωριού, που ο Σύλλογος Κοινότητας Καλλονής έχει αρχίσει και αξιοποιεί με τον καταλληλότερο τρόπο.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι, ο κόσμος, ειδικά μόλις αφήσει τις τσιμεντένιες φυλακές του, θέλει να μαζεύεται με οποιαδήποτε αφορμή και να περνάει κάποιες ώρες ο ένας στην έστω αόριστη συντροφιά των άλλων.

Το θεατράκι, λοιπόν, γέμισε πάλι από κόσμο, που ήρθε να παρακολουθήσει το "Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο Σκιών Κωνσταντίνου Βαμβακάρη"
 Ο Καραγκιόζης δεν έπαψε ποτέ να είναι μια διαχρονική φιγούρα, που, όπως οι παληές ελληνικές ταινίες, εξακολουθεί να μας γοητεύει.
Όποιος σύγχρονος ηθοποιός, σκηνοθέτης ή καλλιτέχνης στον χώρο του θεάματος δεν μπορέσει να αποκρυπτογραφήσει το γιατί συμβαίνει αυτό και να διδαχτεί απ' αυτό, πολύ γρήγορα θα πάει στην στοίβα με τους άλλους που πέρασαν για δύο-τρεις σεζόν από τα μάτια μας και χάθηκαν.
Με τον Καραγκιόζη, ακόμη κι' όταν ξέρεις τί πρόκειται να πεί ή τι πρόκειται να κάνει, αντιδράς σα να το βλέπεις για πρώτη φορά.
Η μεγάλη έκπληξη της παράστασης ήταν η ηλικία του καραγκιζοπαίκτη, που ήταν 17 ετών!
Ο Κωνσταντίνος, για τον οποίο ο λόγος, έχοντας γοητευτεί από μια παράσταση που παρακολούθησε όταν ήταν μόλις τριών χρονών, έστησε σιγά-σιγά με υπομονή, αγάπη και μεράκι τον δικό του μπερντέ και ασχολείται με το χόμπυ του πολύ σοβαρά.
Οι φιγούρες είναι σχεδιασμένες, χρωματισμένες και κομμένες από τον ίδιο, όπως και όλα τα σκηνικά της παράστασης, που ήταν ιδιαίτερα απαιτητική αφού ο Καραγκιόζης κατέβαινε με όλη την ακολουθία του στον βυθό για να μας περάσει ένα μήνυμα για την μόλυνση των θαλασσών.
Για τα πιτσιρίκια που βρέθηκαν στα Κελλιά απλώθηκε μια μεγάλη τέντα εμπρός ακριβώς από την σκηνή και αυτό έκανε την διαφορά. Τα μικρά γέλαγαν, συνομιλούσαν με τον Καραγκιόζη, χόρευαν και έδιναν στην παράσταση την ουσία της, που είναι η αυθόρμητη συμμετοχή και το αγνό, καθαρό γέλιο των παιδιών.
Κλείνω την αναφορά σ' αυτήν την παράσταση και εύχομαι σε όλα τα παιδιά που παρακολούθησαν την παράσταση, να πετύχουν να βρουν κάτι που θα εκφράζει αυτά τα ίδια, τον εντελώς δικό τους εαυτό και όχι τα θέλω και τα πρέπει των γονιών τους. 
Κι' όταν το βρούν κι' όποτε το βρουν, να το ακολουθήσουν με την καρδιά τους και να το φτάσουν όσο πιό μακρυά γίνεται.

Σε εμάς τους μεγαλύτερους εύχομαι, όταν κάποτε διαπιστώσουμε πως τα παιδιά μας βρήκαν και κάνουν αυτό που τα εκφράζει, να έχουμε το σθένος να παραμερίσουμε τα πρέπει και τον εαυτό μας και να σταθούμε και να στηρίξουμε τα παιδιά μας όπως ακριβώς στηρίζουν οι γονείς του Κωνσταντίνου το παιδί τους στην μεγάλη προσπάθεια που κάνει να είναι ο εαυτός του.



Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

ΑΦΗΓΗΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΑΡΜΠΑΝΗ (μέρος 2ο)


(Για όποιον θέλει το πρώτο μέρος της συζήτησης, μπορεί να το βρεί κάνοντας κλικ εδώ).
 
"Ύστερα που και που ανοίξανε οι δ'λειές άμα σταματήσαν οι πολέμ'. 
Κατ' αρχήν ήταν οι πολυκατοικίες, που παγαίναμε που φεύγαμε. Πλερώναμε άλλος πενήντα, άλλος εξήντα χιλιάδες, άλλος εβδομήντα, αναλόγως την πολυκατοικία. 
Για να πάνε θυρωροί, μέσα για να τρώνε και να δ'λέβγουν. 
Να γραφτεί ένας μέσα κι' ο άλλος να δουλεύει όξω. 
Εκείνη την εποχή ήταν εξήντα χιλιάδες. Αν ήταν πολλά λεφτά; 
Ε, αμή, και πούν 'τα τα λεφτά, δανειζόνταν για να βρουν τα λεφτά για να παν σε πολυκατοικια θυρωροί. Δίναν αναλόγως την πολυκατοικία, αναλόγως τα δωμάτια. Αμέ...

Ύστερα αρχίσαν οι οικοδομές και φέυγαν ούλοι, απ' ούλα τα χωριά αδειάζαν, όταν βρήκαν δουλειές που χτίζαν, που κάναν σπίτια που κάναν πολυκατοικίες κι' ύστερα που χτίζαν, κι' 'ιβγαζιν το κράτος , ίβγαζιν ο μηχανικός, εκμεταλλευόταν και κάναν τη δουλειά τους αυτοί. 
Ύστερα δουλεύαν όπως οι Αλβανοί. Πηγαίναν σ'ν οικοδομή κι' ύστερα πηγαίναν σ' άλλη μέχρι το βράδυ. 
Γι' αυτό άδειασεν ο κόσμος και φύγαν όλοι. Τα 'γκαταλείψαν όλα, τα παρατήσαν όλα γιατί γυρέβγαν αλλού λεφτά, εδώ δεν βγαίναν... 
Σ' όλα τα χωριά π' αδειάσαν, παντού...Το χρήμα αγρίεψεν... 

Στην κατοχή ερχόνταν οι ξωμερίτες για δουλειά. Ε, οι ξωμερίτες ζουν από μάς. Οι ξωμερίτες το λεν όλοι, οι πιό παληοί που δεν έχουν πεθάνει, ε, κι' ό,τι κάναν οι παληοί οι νέοι δε το ξέρουν. Ερχόταν, φέρναν έπιπλα, φέρναν και 'μεις τους δίναμε είδος, πατάτες, κριθάρι, λάδια...Ε, δε φυτεύγαν, ε, δε βάζαν... 
Στα καράβια ήταν παγαιμένοι πολλοί, ύστερα πηγαίναν στα καράβια. Ήτανε μαρμαράδ' που μαθαίναν. Κι΄έχει και νερά από 'κει μα δε φυτεύγαν... Εμείς δ'λέβγαμε από πολύ πιό νύχτα. 
Εγώ σ'κωνόμουν το πρωί πήγαινα στο Μαρλά με τον Μαγ... Πηγαίναμε για πέτρες που ήταν τα μωσαϊκά. 
Έχει νταμάρια, μαρμαράδ',  έχει πολλά νταμάρια... 
Τώρα ετελειώσαν τα μάρμαρα, τώρα μωσαϊκά δεν κάνουν. Θέλει ειδικό μάρμαρο για το μωσαϊκό. Από πίσω απ΄το Μαρλά έχει δρόμο και πάει κάτω στα Μάρμαρα. Παγαίναμε με τον Μαγ.. και φορτώναμε πέτρες και τις πήγαινε στην Αθήνα, στο Μαρούσι τα πήγαινε, πού'ταν οι μαρμαράδ' που χτίζαν, εργοστάσια ήταν και τ' αλέθαν, τα κάνανε ψιλό για μωσαϊκό.

Πήγαινα εκεί και πήγαινα και στα χωράφια. Πήγαινα και σ'ν Αθήνα. Ένα χρόνο δούλευα με το Ντουάρ απ΄τη Στενή, δεν τον ξέρ'ς 'συ τώρα πούχεν τα ταξιά. Ναι, ειχεν ταξί, όχι αυτός με την ταβέρνα, ο άλλος. Τον είχε απάνω οδηγό ο Μαγ.. για να μην τον κλέβουν, ένα χρόνο και παγαίναμε και φορτώναμε πέτρες κι' από 'κει πηγαίναμε στην Αθήνα τα ξεφορτώναμε στο Μαρούσι, κι από 'κει παγαίναμε στα εργοστάσια να φορτώσουμε μπακαλικής, εφορτώναμε ούλ' την Τήνο. 
Χώρα, Αγάπ' Στενή, Φαλατάδο, στα Δυό Χωριά, Τριαντάρο, ούλα τα χωριά. 
Τα ξεφορτώναμε και γραμμή πάλι πηγαίναμε και φορτώναμε πέτρες. Ύστερα μπήκε ένας Αλέκος, λέγονταν Ψάρρος, δούλευε στα λεωφορεία, και πάει απάνω και κάθεται άλλον ένα χρόνο. 

Καΐκια; Τα καΐκια στην Κολυμπήθρα ήταν την εποχή που φορτώναμε άμμο. Φορτώναμε σ'ν Κολυμπήθρα την δικιά μας άμμο και παγαίναμε στον Μαρλά για να κόβουν σ΄ πέτρες, με σύρμα σ΄κόβγαν. Ήταν κάτω 'κει στον Μαρλά 'κει από πίσω. Ήταν με ρεύμα Ήταν με ρεύμα το σύρμα, με το σύρμα το κόβγαν το μάρμαρο, επαγαίναμε άμμο και βάζαν άμμο μέσα για να κόβει και για να σέρνει.

Ήμουνα στα Τ.Ε.Α. κι' έρχετ' η αστυνομία απ΄την Κώμη να μας σταματήσει να μην φορτώνουμε άμμο. Γιατί πως εν' τις Κωμ'τιανοί η άμμος, η άλλη η άμμο η απέναντι. Η μεγάλη άμμο είναι δική μας. Ήρθε η αστυνομία να μας σταματήσει.
Είμασταν εγώ, ο Μανώλης ο Γανωτζής, ο Φράγκαρος, ο Μπέμπης κι' ιφορτώναμε το καΐκ' . Ήταν ένα ιμκρό βαρκάκ΄με κουπιά, τρία βαρέλια είχιν, γιμώζαμε τα βαρέλια κι' ηπήγαινεν στο καΐκ' που ταν πιό βαθειά, είχεν ένα γάντζο κι' είχαν τα βαρέλια τρύπες πάνω επαιρνούσαν ένα σίδερο μέσα, τα σήκωνε κι' άδειαζε μέσ' το καΐκι την άμμο. Κι' ύστερα ξανάρχονταν πάλι και τα γιμώζαμε. 
Απ' το πρωί μέχρι σ΄δυό, σ΄τρεις η ώρα. Ε, δεν ξέρω πόση άμμο ήθελε γιανα δουλέψει, έπαιρνε καμπόσο, συμπλήρωνε το καΐκι άμμο, πολλά βαρέλια. 

Κι' έρχεται η αστυνομία να μας βγάζ' να μη ξαναφορτώσουμε. Έρχεται ΄κει ο ΄νωματάρχης μ΄ένα χωροφύλακα. Ε, τι κάν΄τε 'δω, να φύγετε από 'δω, λέμε γιατί να φύγουμε από 'δω, για ποιό λόγο; Λέει, δεν είν' ιθ'κιά σας η άμμο είν' της Κώμης. 
Να μη στα πολυλογώ, ήταν ο Μανώλης ο Γανωτζής, ανάλαβεν το λόγο, τα χόντρυνεν με το 'νωματάρχη, διατάζ' ο 'νωματάρχης να τον συλλάβει ο χωροφύλακας τον Μανώλη. 
Εγώ ήμουνα στα Τ.Ε.Α., είχα τον τρόπο, είχα εφτά χρόνια υπερεσία, λέω για σταμάτα , με ποιό δικαίωμα λες να τον συλλάβει, πού το βρήκες το δικαίωμα. 
Ε, να μη στα πολυλογώ, λεώ τράβα φύγ'τε από δω χάμω, και δεν έν' της Κωμ΄τιανής η άμμο, η άμμο της Κωμ΄τιανής εν΄ απέναντι, τουτ' εν' δικιά μας, σ΄ Καλλονής. 
Λέω, πήγαινε στην Καλλονή, στα Κελλιά, Κελλιά ήταν τότε, στο γραφείο της Κοινότητας να βρεις πού' ναι γραμμένο στην Κοινότητα την δικιά μας. 
Σ'κώθκιν κ' ίφυγιν, ούτε ξανάρθε..."


Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

MAZDA



Δεν έχω κείμενο να γράψω.

  Απλά, προσπαθώ να σώζω εικόνες από την μοναδική πατρίδα, την παιδική μας ηλικία.

Θυμάμαι, λοιπόν, αυτά τα τρίκυκλα να βρίσκονται παντού στο νησί, να γυρνάνε φορτωμένα γύρω-γύρω σαν τα μυρμήγκια, να κουβαλάνε από τούβλα, άμμο, τάβλες και τσιμέντα, μέχρι μπάλες άχερα, σακκιά με βαμβακόπιτα, καφάσια για την «πούληση», μπάζα και «ζώντα ζώα». 

 
Τα έβρισκες ακόμη και μέσ’ τη μέση στο λιβάδι στον δρόμο για την Κολυμπήθρα.


Με τον χαρακτηριστικό ήχο της μηχανής, να ζορίζονται στην ανηφόρα από τη Μπύρα, να περνάνε κάτω από τις τρεις καμάρες (που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τις ρίξανε) να φτάνουν στου Μωυσή, μετά στον Άγιο Γιάννη και μετά ώσπου τα κατάφερνε ο οδηγός. 
 
Οι πιό επιδέξιοι μπαίνανε με την όπισθεν, οδηγούσαν με τους καθρέφτες, οι άλλοι μπαίνανε με τη μούρη και γυρίζανε στον Άγιο Γιάννη.
 
Πραγματικά θηρία, υπηρέτησαν τα αφεντικά τους μέχρι και λίγα χρόνια πριν, πράγμα που μπορείτε να διαπιστώσετε και από το σηματάκι των τελών κυκλοφορίας σε μια από τιςφωτογραφίες, έφτασαν σε απίθανο αριθμό χιλιομέτρων που ούτε στα όνειρά του δεν θα είχε φανταστεί ο Ιάπωνας κατασκευαστής, τις περισσότερες φορές με υποτυπώδες σέρβις και μετά, όταν δεν υπήρχαν πλέον ανταλλακτικά, με ιδιοκατασκευές και ευρεσιτεχνίες, τόσο του ιδιοκτήτη, όσο και του μηχανικού κάτω στην Χώρα συνέχισαν γεμάτες μπαλώματα την ζωή τους.


Ψηλές, στενές, με καλή ορατότητα και μικρό κύκλο στροφής, οι «μηχανές», όπως λέγονταν τότε, ήταν η λύση για κάθε είδους μεταφορά. 


Με τα στρογγυλά φανάρια και το τεράστιο κενό πάνω απ΄την μπροστινή ρόδα, έμοιαζαν με χαζά, ξεδοντιάρικα, πεινασμένα στοιχειά έτοιμα να καταβροχθίσουν άφθονα χιλιόμετρα και κιλά, που δεν τόχαν όμως και σε τίποτα να έρθουν τούμπα με την παραμικρή απροσεξία και το ψηλό κέντρο βάρους τους.
 

Αν είχα τη δυνατότητα και ένα χωράφι, θα αφιέρωνα λίγο χώρο σ’ όλα τα οχήματα σαν κι’ αυτό που δέθηκαν με τον μόχθο των ντόπιων. 

Και θυμάμαι με λύπη πριν από μερικά χρόνια, όταν ανέβηκα στους Μύλους πάνω απ’ τα Κελλιά για να βγάλω φωτογραφία για πολλοστή φορά τα κτίσματα, πως είχα βρει το παμπάλαιο όχημα της Πυροσβεστικής που είχε πεταχτεί εκεί για να σαπίσει (θα ψάξω να βρω την φωτογραφία...). 
Το ίδιο και στον παληό δρόμο για την Χώρα, που κάπου στις τελευταίες στροφές κρύβεται ένας παμπάλαιος εκσκαφέας.

Σίδερα και λαμαρίνες σίγουρα, αλλά, τα κουφάρια των παληών οχημάτων καταφέρνουν και κρατάνε κάτι από την αξιοπρέπεια των νεανικών τους χρόνων, κάτι από την προσπάθεια του σχεδιαστή που αγνοώντας την αεροδυναμική προσπαθούσε να ομορφύνει τις άχαρες λαμαρίνες, κάτι από την χαρά της οικογένειας όταν έμπαινε για πρώτη φορά στο καινούργιο αυτοκίνητο και το πρόσεχε σαν μέλος της οικογένειας. 

 
Τότε, δεν υπήρχαν δόσεις, ούτε leasing για ανταλλαγή του παληού με νέο στα πέντε χρόνια, τότε τα δέκα και τα δεκαπέντε χρόνια, ήταν το φυσιολογικό διάστημα που παρέμενε το όχημα σε χρήση.

Ξέφυγα...



Κι’ όπως λέει και κάποιος που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, «Όταν τελικά επιστρέφεις στο πατρικό σου, διαπιστώνεις ότι δεν ήταν το σπίτι που είχες νοσταλγήσει, αλλά τα παιδικά σου χρόνια».


Τί ακριβώς χαλάει όσο περνάει ο καιρός; 
Πού πάει και κρύβεται εκείνο το παιδί; 
Πώς ντυνόμαστε αλλεπάλληλα στρώματα εαυτού, μέχρι που βαραίνουμε μέχρις αναισθησίας;

Νομίζω πως από κάποια μικρή χαραμάδα, μέσα από μια μικρή ρωγμή στο πέτρινο εγώ που χτίζεται ολόγυρά μας με τα χρόνια, το παιδάκι που είναι κλεισμένο εκεί μέσα καταφέρνει και ρίχνει μια κλεφτή ματιά σε κάτι που στον υπόλοιπο εαυτό δεν βγάζει νόημα και τότε... 

...μια παρατημένη «μηχανή» MAZDA φορτώνεται από μόνη της δεμάτια καλοκαίρι, λόφους μπάζα και άμμο για σκάψιμο με κίτρινες πλαστικές μπουλντόζες, μας πάει στο Βρυσί το Δεκαπενταύγουστο και μιλάει μαζί μας μια ξεχασμένη γλώσσα.
 
Αλλά, όπως είπε ο Τομ Ρόμπινς, «Ποτέ δεν είναι αργά για να έχεις μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία», οπότε και δεν επιθυμώ να αφεθώ να μελαγχολήσω άνευ λόγου.

Είναι κανείς για στρατιωτάκια;


(αφιερωμένο στον κουμπάρο μου που γιόρταζε προχτές)

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΕ ΤΟ ΔΟΛΛΑΡΙΟ !

Αγαπητοί τουρίστες, Αρχικώς, καλώς ήρθατε στο νησί μας!  Που σε λίγα χρόνια, αν όλα πάνε καλά, θα είναι ολόϊδιο με όλα τα άλλα νησιά των Κυκ...